EDITORIAL
Εσένα, τι σου είναι (σου ήταν) ο Βαγγέλης;
Αυτό που πιο πολύ φοβάμαι μη μου πεις, είναι: ξένος. Αυτή η λέξη μου μοιάζει (πάντα μου έμοιαζε) πιο παγωμένη απ'όλες μας, τις λέξεις τις ελληνικές. Γι' αυτό και δεν "έπαιξα", ούτε και παίζω, μαζί της ποτέ. Μη μου την πεις λοιπόν. Και, κυρίως, μην την αισθανθείς.
Εσένα, λοιπόν, τι σου είναι (σου ήταν) ο Βαγγέλης; Φίλος σου, γιος σου, αδερφός σου, συμφοιτητής σου, γνωστός, γείτονας, συγγενής, παρέα σου, το αγόρι της δίπλα πόρτας, συνταξιδιώτης, συντοπίτης; Τι;
Κι ότι κι αν σου είναι (σου ήταν), πόσο παράξενα νοιώθεις σήμερα για την αλήθεια που έτσι ξεδιάντροπα αποκαλύπτεται μπροστά σου καρέ καρέ; Μια αλήθεια που φωνάζει για το άδικο τέλος και την (πιο) άδικη ζωή; Για τους εχθρούς και τους συμμάχους; Για τους δυνατούς και τους εύθραυστους; Για τους αθώους και γι' αυτούς που αθώοι ποτέ δεν υπήρξαν; Για τους νταήδες και τους αδύναμους; Για τους αποφασισμένους και τους εκκρεμείς; Για τους θύτες και τα θύματα;
Χρειάζομαι, πάλι, χρόνο για να δεχτώ, να τα αφομοιώσω όλα. Πονάω. Χρειάζομαι απαντησεις. Καθαρές. Άρα πρεπει να ειμαι σε θέση να διατυπώσω ερωτήσεις. Πιο καθαρές. Με οδηγό τα φοβισμένα μάτια του Βαγγέλη. Το σιωπηλό, χαμένο βλέμμα του.
Ποιοι μηχανισμοί, ποια άρρωστα, ταραγμένα μυαλά παίζουν με τους φόβους των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, των σιωπηλών; Ποια θεατά-αθέατα συστήματα αποφασίζουν να βάλουν τέλος στη μαγική περιπέτεια κάθε μιας από τις καθημερινές προσωπικές στιγμές ενός Βαγγέλη, Άλεξ, Νικόλα, Μανόλη..
Κι εμείς, εσύ, εγώ, για πόσο μπορούμε να παραμένουμε "ήσυχοι", άφωνοι, αποδιοργανωμένοι, "μικροί", μπροστά στο έγκλημα;
Δεν φτάνει η φόρτιση της καθεμιάς μας, του καθενός μας. Το "λίγο παραπάνω" μας δεν είναι αρκετό. Ας μεγαλώσουμε. Ας ενηλικιωθούμε. Ας ομορφύνουμε αντιδρώντας. Όχι μπροστά στον καθρέφτη μας. Στον κόσμο.
Συγγνώμη Βαγγέλη...