Skip to main content

INTERVIEW

Μάκης Τσίτας: «Έχω ακούσει από γιαγιάδες φράσεις που αγγίζουν τα όρια της ποίησης»

Ίσως τον δεις δίπλα σου στο μετρό να αφουγκράζεται τις κουβέντες γύρω του και να τις καταγράφει σε ένα σημειωματάριο για τους σκοπούς της επόμενης ιστορίας του. Ο Μάκης Τσίτας αντλεί υλικό από την καθημερινότητα και το μετουσιώνει σε λογοτεχνία με τη στόφα του διαχρονικού. 


Γεωργία Κοντού

Με αφορμή τη βράβευση του μυθιστορήματός του «Μάρτυς μου ο Θεός» με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 και την επιτυχημένη θεατρική μεταφορά του, ο συγγραφέας μίλησε στο AllYou.gr για τη γνωριμία του με τα βιβλία σε ένα τελωνείο, για τη γοητεία που του ασκεί η Αθήνα και για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας οικονομικής κρίσης.

Με το Χρυσοβαλάντη άλλοτε θα θυμώσεις, άλλοτε θα διασκεδάσεις και άλλοτε θα μελαγχολήσεις, αλλά ούτε στιγμή δεν θα αμφιβάλεις ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο. Θα είσαι βέβαιη ότι είναι κάποιος που συνάντησες στη στάση του λεωφορείου, στην εκκλησία ή στη δουλειά, αν και κατά βάθος θα γνωρίζεις πως πρόκειται για τον επινοημένο ήρωα, ή μάλλον τον αντιήρωα, ενός μυθιστορήματος. 

Άνεργος και καταχρεωμένος, θεοφοβούμενος και ξενοφοβικός, μοναχικός, με επιβαρυμένη υγεία, αλλά και με χιούμορ και φαντασία, αυτός ο χαρακτήρας χτίστηκε την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων ωστόσο αποπνέει την παρακμή της κρίσης. Στο «Μάρτυς μου ο Θεός» ζωντανεύει και αφηγείται τα πάθη του σε ένα μονόλογο διακοσίων πενήντα σελίδων που διαβάζεται απνευστί, σε ένα βιβλίο που αγκαλιάστηκε από αναγνώστες και κριτικούς, που βραβεύτηκε και που έγινε θεατρικό έργο. 

«Πνευματικός πατέρας» του Χρυσοβαλάντη –για να δανειστούμε κι εμείς έναν όρο με θρησκευτική χροιά– ο Μάκης Τσίτας, συγγραφέας βιβλίων και θεατρικών έργων και διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Τον συναντήσαμε στο γραφείο του, σε ένα ισόγειο στο Παγκράτι, και γνωρίσαμε έναν άνθρωπο προσγειωμένο, απλό, προσιτό, που αν έχει ένα κοινό με τον ήρωά του αυτό είναι η απουσία επιτήδευσης. Με πρόδηλο σεβασμό και αγάπη για την τέχνη του, χωρίς φόβο για τη σκληρή δουλειά, μοιάζει απόλυτα προστατευμένος από την αλαζονεία που φέρνει συχνά η επιτυχία.

Μεγαλώσατε σε ένα χωριό στα Γιαννιτσά και, όπως έχετε πει, κανένας στην οικογένειά σας δεν είχε σχέση με τα βιβλία. 

Δεν υπήρχαν βιβλία στο σπίτι.

Πώς ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τα βιβλία;

Ο πατέρας μου ήταν νταλικέρης διεθνών μεταφορών, πήγαινε κυρίως στη Γερμανία. Στο πρώτο δρομολόγιο που είχα κάνει μαζί του στα δεκατρία μου, το καλοκαίρι που τελείωσα το δημοτικό, είχα πάρει ένα βιβλίο να διαβάσω να περάσει η ώρα γιατί ήξερα ότι ο χρόνος αναμονής στα τελωνεία και στις αποθήκες των εργοστασίων είναι ατέλειωτος. Ήταν η «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη. Δεν πρόκειται για αριστούργημα όμως εμένα με ενθουσίασε, είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο με στοιχεία παραμυθιού και μιλάει για τη Μικρά Ασία από την οποία έχω κι εγώ καταγωγή - είμαι Καππαδόκης 100%. Όταν τελείωσα την ανάγνωσή του, όσο και ν' ακούγεται ίσως βαρύγδουπο, άλλαξε ο τρόπος που έβλεπα το μέσα μου και το έξω μου. Το χωριό μου ή και τα γειτονικά Γιαννιτσά άρχισαν πια να μου φαίνονται πολύ μικρά χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Δεν με χωρούσε ο τόπος. 

Μετά, όπως καταλαβαίνετε, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Το επόμενο βιβλίο ήταν το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη, που επίσης με ενθουσίασε. Και δεν μπορούσα να μοιραστώ με άλλον τις ανησυχίες μου. Και ξαφνικά άρχισα να μην περνάω καλά. Πήγαινα, ας πούμε, στην καφετέρια του χωριού όπου τα μισά παιδιά της ηλικίας μου μιλούσαν για τα χωράφια και τα άλλα μισά για τις νταλίκες. Γιατί η Αξός ήταν ένα χωριό χιλίων πεντακοσίων κατοίκων με διακόσιες πενήντα νταλίκες. Κι εγώ δεν είχα να πω πολλά πράγματα.

Οπότε μετά το λύκειο φύγατε από το χωριό...

Πήγα στη Θεσσαλονίκη, όπου επέλεξα να σπουδάσω δημοσιογραφία. Όχι γιατί μ' ενδιέφερε να γίνω δημοσιογράφος αλλά γιατί ήθελα να κάνω κάτι που να συνδέεται άμεσα, όπως πίστευα, με το γράψιμο. Στη σχολή μου ήμουν πιο καλός στο χρονογράφημα και το ευθυμογράφημα παρά στα ρεπορτάζ ή στις συνεντεύξεις. Και μετά, στα είκοσι τρία μου, όταν μου προτάθηκε να έρθω στην Αθήνα, για να ασχοληθώ με έναν εκδοτικό οίκο και ένα περιοδικό, ήρθα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ήταν για μένα μια πόλη εξαιρετικά φιλόξενη και γενναιόδωρη από την πρώτη μέρα. 

Σας ταίριαξε η Αθήνα;

Πάρα πολύ. Από το κλίμα της ακόμη. Αγαπάω πάρα πολύ τη ζέστη και υποφέρω με το κρύο. Μια φορά θυμάμαι -ήταν οι πρώτοι μήνες μου εδώ- είχα βγει στην πλατεία Αμερικής, όπου έμενα τότε, και φορούσα σακάκι για να πάω σε ένα ραντεβού και αυτή η σκέψη, ότι ήταν Φεβρουάριος κι εγώ φορούσα σακάκι ενώ στη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να φοράω παλτό, με πλημμύρισε ευτυχία. Μου αρέσει επίσης που η Αθήνα είναι μεγάλη πόλη. Μου αρέσει η πολυκοσμία. Μου αρέσει που ξέρω ότι το περίπτερο απέναντι από την πολυκατοικία μου μένει ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο και μπορώ στις 3 τα ξημερώματα να αφήσω για λίγο το γράψιμο, γιατί γράφω βράδυ, και να πάω να πάρω μια σοκολάτα ή ξηρούς καρπούς για να χαλαρώσω. 

Από ποιες πηγές εμπνευστήκατε το χαρακτήρα του Χρυσοβαλάντη; 

Ήθελα να υπάρχει αληθοφάνεια. Ήθελα επίσης να φτιάξω ένα χαρακτήρα που δεν υπήρχε στα βιβλία που είχα διαβάσει. Και όταν ήρθε και με βρήκε ο Χρυσοβαλάντης –αφού οι ήρωές μας μάς βρίσκουν, δεν τους βρίσκουμε– άρχισα να μαζεύω υλικό γι’ αυτόν. Μεμονωμένα χαρακτηριστικά του προήλθαν από ανθρώπους που είχαν σχέση με τη θρησκεία ή τις γραφικές τέχνες ή τα πορνεία. Επίσης μέσα στο βιβλίο υπάρχουν ατάκες από ταξιτζήδες και επιβάτες λεωφορείων. Μου αρέσει να παρατηρώ γύρω μου και είμαι καλός ακροατής. Έτσι έχω ακούσει άπειρες ιστορίες με μεγάλο ενδιαφέρον. Φράσεις που αγγίζουν τα όρια της ποίησης, από γιαγιάδες, από οποιονδήποτε άνθρωπο μπορείτε να φανταστείτε.

Όταν λοιπόν άρχισα να μαζεύω υλικό για το Χρυσοβαλάντη, κρατούσα σημειώσεις από ό,τι άκουγα στο δρόμο σε χαρτάκια που μετά έβαζα σε ένα φάκελο. Είχα στο μυαλό μου να γράψω ένα διήγημα αλλά όταν κάποια στιγμή το έβαλα κάτω είδα ότι ξεπερνούσε τα όρια μιας ολιγοσέλιδης ιστορίας. Μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί με το μυθιστόρημα – ό,τι είχα γράψει ήταν μικρής έκτασης. Όμως το υλικό για το Χρυσοβαλάντη με οδήγησε από μόνο του εκεί.

Έχετε κοινά με τον ήρωά σας;

Σχεδόν κανένα. Όταν πάω να γράψω μια ιστορία, τις περισσότερες φορές βάζω ως στοίχημα να υποδυθώ ένα χαρακτήρα έξω από εμένα. Όπως στα παιδικά μου βιβλία. Σκεφτείτε ότι εκεί πρέπει να μπω στο μυαλό ενός παιδιού πέντε ετών: να σκεφτώ πώς κινείται, ποιες λέξεις χρησιμοποιεί, πώς θα αντιδρούσε. Και ο Χρυσοβαλάντης λοιπόν είναι μια τέτοια περίπτωση: ένας χαρακτήρας έξω από εμένα, με ψήγματα δικών μου απόψεων και χαρακτηριστικών. 

Ο Χρυσοβαλάντης έχει ένα χαρακτηριστικό που συναντώ σε πολλούς Έλληνες: την τάση να αποδίδει στους άλλους ευθύνες για ό,τι του συμβαίνει. Έχει κάποιο μερίδιο ευθύνης για την κατάστασή του;

Όντως είναι ένας κλασικός Έλληνας, με τη νοοτροπία που εκφράζουν και εκατοντάδες λαϊκά τραγούδια, που λένε ότι για όλα φταίει η κακούργα κοινωνία. Όντως για όλα μάς φταίνε οι άλλοι. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ο Χρυσοβαλάντης όντως ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα, από πολλά πράγματα που τον βάραιναν από την αρχή. Προέρχεται από μία οικογένεια με πολλά προβλήματα...

Για ποιο λόγο τον κάνατε τόσο τραγική φιγούρα, να τον βαραίνουν όλες αυτές οι τραγωδίες;

Όταν ήρθα στην Αθήνα το ’94 έβλεπα τους άστεγους και πάντα προσπαθούσα να σκεφτώ τι τους είχε οδηγήσει εκεί. Σκεφτόμουν λοιπόν πώς μπορεί να βρεθεί εκεί οποιοσδήποτε από εμάς, όταν έχει φτάσει σε απόγνωση και η κατάθλιψη τον έχει νικήσει κατά κράτος. Όταν έχει χάσει τη δουλειά του, η οικογένειά του δεν μπορεί ή δεν θέλει να του συμπαρασταθεί, ή δεν έχει καθόλου οικογένεια και δεν υπάρχει κάτι να τον κρατάει, είτε αυτό θα μπορούσε να είναι η θρησκεία, η τέχνη ή, όπως παλιά, το κόμμα. Γιατί δεν αρκεί ένας μόνο λόγος για να φτάσεις στο σημείο να γίνεις άστεγος, πρέπει να συντρέχουν πολλοί. Σκεφτόμουν επίσης ότι στην καθημερινότητά μας υπάρχουν άνθρωποι που τους βαραίνουν πολλά, που είναι άτυχοι. Και ήθελα να δω πώς είναι να σου έρχονται απανωτά όλα αυτά τα χτυπήματα.  

Τουλάχιστον ο Χρυσοβαλάντης έχει τη θρησκευτική πίστη του. Αν και ο μονόλογός του δημιουργεί την απορία αν τελικά τον λυτρώνει ή τον βασανίζει.

Από την πίστη καθεαυτή ο Χρυσοβαλάντης αντλεί δύναμη. Είναι ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος. Του συμβαίνουν πολλά άσχημα πράγματα αλλά εκείνος είναι σίγουρος ότι ο Θεός θα τον βοηθήσει να τα ξεπεράσει όλα. Από την άλλη τα κατηχητικά και οι πνευματικοί ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κατάστασή του. Του έχουν δημιουργήσει μια σειρά από περιορισμούς σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του που, όπως γίνεται συνήθως με τα καταπιεσμένα άτομα, του βγαίνουν ως ακραίες αντιδράσεις. Από τη μία λοιπόν ο Χρυσοβαλάντης πηγαίνει στις αγρυπνίες, επισκέπτεται το Άγιο Όρος και από την άλλη τρέχει στα μπορντέλα. Άλλωστε το μυθιστόρημα είναι γεμάτο εναλλαγές ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο και ο ήρωάς του είναι ένας αντιφατικός χαρακτήρας.

Δουλεύατε πολλά χρόνια αυτό το μυθιστόρημα;

Δέκα χρόνια. Από το 2000 μέχρι το 2010. 

Παρόλο δηλαδή που στο βιβλίο υπάρχουν εικόνες της κρίσης, για την ανεργία και για «κατεβασμένα ρολά και ξενοίκιαστους χώρους», άρχισε να γράφεται προ κρίσης...

Οτιδήποτε στο βιβλίο έχει σχέση με την κρίση γράφτηκε προ κρίσης. Η συγγραφή του κειμένου είχε τελειώσει χονδρικά το 2005. Τα επόμενα πέντε χρόνια δούλευα τη γλώσσα του βιβλίου. 

Ποιες ήταν τότε οι ενδείξεις της παρακμής που θα ακολουθούσε;

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων. Όλο αυτό που συνέβαινε εκείνη την περίοδο με τρόμαζε. Ενώ οι φίλοι μου μού έλεγαν «μα είσαι υπερβολικός, τώρα θα γίνει διαφήμιση στη χώρα μας» και όλα τα σχετικά, ήμουν εναντίον της ανάληψής τους. Θεωρούσα (και δεν ήμουν ο μόνος) ότι ήταν γελοίο: μια μικρή, φτωχή χώρα, με του κόσμου τα προβλήματα, και κάναμε ολυμπιακούς αγώνες όπως πρωτύτερα η Αυστραλία και οι ΗΠΑ. 

Η αλήθεια είναι ότι τους οργανώσαμε μια χαρά, είχαν να λένε οι ξένοι... Και; Να τα χαΐρια μας.

Αρκούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες για να φέρουν μια χώρα σε αυτή την κατάσταση;

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το αποκορύφωμα όλης αυτής της ατμόσφαιρας της ευμάρειας που ζούσαμε τόσα χρόνια, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Κοινότοπο αυτό που λέω, αλλά ο κόσμος είχε συνηθίσει με τα εορτοδάνεια και τα διακοποδάνεια και έβλεπες ανθρώπους με ένα μέτριο μισθό να αγοράζουν τζιπ και μεγάλα σπίτια. Είχαμε ξεφύγει. Είχαμε πολιτικούς που έκλεβαν χρήματα από το κράτος με μανία, με την ηδονή του «μπορώ και αρπάζω». Συμμετείχαμε όμως κι εμείς, ας πούμε με τις επιδοτήσεις. Λες και το κράτος ήταν μια πολύ αφηρημένη έννοια. Αλλά το κράτος ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Μετά μανίας κλέβαμε τους εαυτούς μας. Όλη αυτή η ευμάρεια ήταν μια επίπλαστη κατάσταση, χωρίς στέρεες βάσεις, που ήξερα πως κάποτε θα κατέρρεε. Και πάλι, για να θυμηθούμε λίγο και το Χρυσοβαλάντη, είναι θαύμα το πώς δεν είχαμε καταποντιστεί τόσα χρόνια.

Πώς βλέπετε την πρόσφατη πολιτική αλλαγή;

Χάρηκα που άλλαξε η κατάσταση. Είμαι άνθρωπος που δεν ενθουσιάζομαι εύκολα, όμως για πρώτη φορά κινούνται τα πράγματα. Δεν ξέρω αν αυτά που κάνει η νέα κυβέρνηση είναι λεονταρισμοί ή όχι. Ενδεχομένως και να είναι. Το θέμα είναι ότι επιτέλους κάτι γίνεται και ότι ο κόσμος επιτέλους αντέδρασε. Μου φαινόταν αδιανόητο τόσο καιρό πώς άνθρωποι που δεν είχαν να φάνε ήταν κλεισμένοι στο σπίτι με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και παρακολουθούσαν τα νέα μέτρα χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα. 

Ο Χρυσοβαλάντης με ποιον τρόπο θα αντιδρούσε αν η ιστορία του εκτυλισσόταν στο τώρα;

Καλή ερώτηση. Ο Χρυσοβαλάντης ήταν φύσει και θέσει δεξιός. Όμως ίσως επειδή είχε χάσει τη δουλειά του και επειδή είναι ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, ίσως να ήταν από αυτούς που θα υποστήριζαν την αλλαγή της κατάστασης. Μπορεί να έκανε την ανατροπή. Νομίζω πως θα πήγαινε στις δύο πρόσφατες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα.

Ας αλλάξουμε όμως λίγο κλίμα... Πώς είναι να βλέπετε τον ήρωά σας στο θεατρικό σανίδι;

Ήξερα ότι η Σοφία Καραγιάννη [σ.σ. η σκηνοθέτης] και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης [σ.σ. ο ερμηνευτής του Χρυσοβαλάντη] είναι δύο ταλαντούχοι άνθρωποι και θα έκαναν καλή δουλειά. Πραγματικά, όταν είδα την πρόβα ενθουσιάστηκα. Ήταν πολύ γοητευτικό να βλέπω το Χρυσοβαλάντη να παίρνει σάρκα και οστά στη σκηνή. Επίσης η παράσταση μου δημιούργησε απόσταση από το γραπτό κείμενο. Δηλαδή υπήρχαν φορές που άκουγα μια ατάκα του Ιωσηφίδη και έλεγα: Α, εγώ το έχω γράψει;

iwsifidis750.jpg

Ο ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται το Χρυσοβαλάντη στη θεατρική παράσταση «Μάρτυς μου ο Θεός». 

Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του βιβλίου καθώς και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πώς έχουν λειτουργήσει στον τρόπο δουλειάς σας; Σας έχουν ενθαρρύνει να συνεχίσετε ή σας έχουν μπλοκάρει;

Στην αρχή ήμουν σίγουρος ότι είναι ένα βιβλίο αντιεμπορικό. Είχα ένα άγχος τουλάχιστον να βγάλει ο εκδοτικός οίκος τα λεφτά του! Οπότε όταν, πριν από το βραβείο, εξάντλησε τα δύο χιλιάδες αντίτυπα και επανεκδόθηκε, ήδη αυτό ήταν πολύ ευχάριστο. Το βραβείο, τώρα, έφερε πολλές πωλήσεις και έκανε και πιο γνωστό το βιβλίο. Η βράβευση με χαροποίησε ιδιαίτερα, ήταν εξαιρετικά τιμητική, όμως δεν με άγχωσε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς, αγχώνω εγώ τον εαυτό μου όταν γράφω. Γι’ αυτό παιδεύω τόσο πολύ τα γραπτά μου, σε εξαντλητικό βαθμό (γέλια). 

Η συγγραφή παιδικών βιβλίων τι διαφορετικό σάς προσφέρει;

Με ξεκουράζει πολύ. Η λογοτεχνία με κουράζει και πολλές φορές με εξοντώνει, είναι εξαιρετικά επίπονη διαδικασία. Με τα παιδικά βιβλία αντιθέτως χαλαρώνω. Επίσης είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να μπαίνω στην ψυχολογία των παιδιών και να συναντώ στα σχολεία αυτά τα πλάσματα, που είναι η χαρά της ζωής.

 

paidika750.jpg

Η ψηφιακή τεχνολογία έχει επηρεάσει τη γραφή σας;

Καθόλου. Σκεφτείτε ότι τις σημειώσεις και την πρώτη γραφή ενός κειμένου ακόμη τα κάνω στο χέρι. 

Και για ποιο λόγο αποφασίσατε να κάνετε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, το diastixo.gr;

Για έντεκα χρόνια ήμουν αρχισυντάκτης σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, τον Περίπλου. Μετά επί έξι χρόνια βγάζαμε με δύο φίλους το Index, το πρώτο free press για το βιβλίο. Όταν λοιπόν έκλεισε το Index ήθελα πάλι να κάνω ένα περιοδικό αλλά αποφάσισα να είναι ηλεκτρονικό γιατί ζούμε στην εποχή του διαδικτύου. Σύντομα κατάλαβα ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή. Το diastixo.gr έγινε, από το δεύτερο κιόλας μήνα λειτουργίας του, το πρώτο σε επισκεψιμότητα ελληνικό ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο. Έχω εκλεκτούς συνεργάτες και καμαρώνω γι' αυτό. Έχουμε παρουσιάσει πρώτοι βιβλία πολλών πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων κι έχουμε επίσης δημοσιεύσει πάρα πολλά κείμενα ανθρώπων άγνωστων σε μας που μας τα έστειλαν με ένα mail αλλά ήταν κείμενα που είχαν κάτι να πουν.  

Νομίζω ότι το διαδίκτυο είναι η σημαντικότερη εφεύρεση του προηγούμενου αιώνα. Και τα μέσα δικτύωσης, που όλοι κατακρίνουν, εγώ θεωρώ ότι δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους αλλά τούς φέρνουν πιο κοντά. Ας πούμε με το Facebook μπορώ να ανταλλάξω ένα «γεια» με ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μένουμε στην ίδια πόλη αλλά, με τους ρυθμούς που δουλεύουμε όλοι, ίσως να συναντιόμασταν ή να τηλεφωνιόμασταν σε δύο χρόνια.

Το μυθιστόρημα «Μάρτυς μου ο Θεός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Η ομότιτλη παράσταση συνεχίζεται μέχρι τις 5/4 στο θέατρο Vault, Μελενίκου 26, Βοτανικός, τηλ. 213 0356472. Τα πιο πρόσφατα παιδικά βιβλία του είναι τα «Βρες ποιος είμαι!» (εκδ. Πατάκη) και «Ο αδέσποτος Κώστας» (εκδ. Ψυχογιός). Στις 12/3 η Τεχνόπολη φιλοξενεί τιμητική εκδήλωση του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη για τον Μάκη Τσίτα με αφορμή τη βράβευση του «Μάρτυς μου ο Θεός» με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014.

Διαβάστε επίσης

INTERVIEW

«Η μητέρα μου, και η αστείρευτη αγάπη της για τη ζωή, αποτελεί τη βασική πηγή έμπνευσής μου» Μαρία Κηλαηδόνη

Λίγο πριν από την εμφάνισή της στο Gazarte, 18/2, η Μαρία Κηλαηδόνη μιλάει για τα σχέδιά της στην Αγγελική Λάλου και το allyou

INTERVIEW

«Η καλύτερη εποχή είναι εδώ και τώρα, κάτι που πάλευα χρόνια να καταλάβω στην πράξη» Λουίζα Σοφιανοπούλου

Λίγο πριν τραγουδήσει «Time of my life», η ταλαντούχα τραγουδίστρια Lou Is, ή αλλιώς Λουίζα Σοφιανοπούλου, μίλησε στην Αγγελική Λάλου και το allyou.gr 

INTERVIEW

«Με εμπνέει η μέση γυναίκα που παλεύει για το καλό των παιδιών της και των οικείων της. Η γυναίκα αγωνίστρια της ζωής» Φωτεινή Δάρρα

Λίγο πριν τις νέες της εμφανίσεις στο Half Note, η εξαιρετική Φωτεινή Δάρρα σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην Αγγελική Λάλου και το allyou.gr

Προτεινόμενα