ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η Αλεξάνδρα επιστρέφει στους δρόμους της λεβάντας
Καθαρίζοντας ρούχα και μυαλό.
Τρίτη μεσημέρι. Με τον απόηχο του Πάσχα και της εκδρομής να σιγοτραγουδά, τη γεύση του φρέσκου τσουρεκιού να γαργαλά ακόμα τους γευστικούς κάλυκες, τις μυρωδιές της αργολικής φύσης να έχουν κατακλύσει όλο μου το μέσα.
Κοιτάζω τις βαλίτσες, τις αφημένες στο σαλόνι, τις ασήκωτες.
Δεν σας σηκώνω. Θα μας σηκώσεις. Δεν σας σηκώνω, φάγατε πολύ το Πάσχα και είστε υπέρβαρες.
Δεν θα συνεχίσω να τσακώνομαι για πολύ με τις βαλίτσες. Ξέρουμε όλοι ποιος νικάει στο τέλος.
Θα τις αδειάσω, θα τακτοποιήσω τα αφόρετα στα συρτάρια και θα βγάλω τα άπλυτα στη φόρα. Μετά θα μπουν στο πλυντήριο, ανά οικογένεια. Ρατσιστικά. Άσπρα, μαύρα, χρωματιστά. Ποτέ μαζί.
Και η μυρωδιά του φρεσκοπλυμμένου θα έρθει και θα νικήσει κατά κράτος αυτή του φρεσκοψημένου τσουρεκιού.
Και εκεί που μάζευες λεβάντες λίγα μέτρα από τη θάλασσα, τώρα μυρίζεις τη χημική τους εκδοχή. Επιστροφή.
Και, συγνώμη, διευθύντριά μου, αλλά από το δρόμο ήρθα και βόλτα δεν θέλω να πάω άλλη. Θέλω να ξαναμπώ στο σπιτάκι μου και τακτοποιώντας τα ρούχα να μπω και εγώ σε πρόγραμμα κανονικής πλύσης, για ευαίσθητα.
Να τρυπώσω πάλι στη ρουτίνα, στην ψυχαναγκαστική μου οργάνωση.
Από το πιεστικό Πριν του Πάσχα προτιμώ σαφέστατα το Μετά. Αρκεί να έχω περάσει όμορφα στο Κατά Τη Διάρκεια.
Τα ρούχα πλένονται στον κάδο. Θα βγουν μοσχομυριστά και καθαρά, με τις νωπές αναμνήσεις σαν πιτσιλιές μέσα στις ίνες τους. Επιστροφή.