ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ
Γιάννη, τα λέμε..
Δυο λόγια για τον Γιάννη Μπεχράκη
Όταν ένας άνθρωπος είναι ένα βήμα πιο κοντά σου από ότι οι κοινοί γνωστοί... και φεύγει... νιώθεις πολλά αλλά δεν θέλεις να γράψεις τίποτα. Αλήθεια.
Νιώθεις σα να τον βεβηλώνεις με ένα τρόπο περίεργο. Κάπως: Με/ποιο/δικαίωμα/μιλάω/εγώ/τώρα;
Για αυτό δεν θα πω δυο λόγια για τον Μπεχράκη αλλά δυο συναισθήματα.
Και όχι, ο Γιάννης Μπεχράκης δεν ήταν φίλος μου. Και ήταν φίλος μου.
Ήταν ακριβώς αυτός ο ωραίος φίλος, συνάδελφος, γνωστός που ερχόταν στο γραφείο να φέρει τις φωτογραφίες του από αποστολές στις εμπόλεμες ζώνες και το πρώτο πράγμα που ήθελε να μοιραστεί μαζί μας ήταν οι εμπειρίες του. Οι γνώσεις του. Η αντίληψή του. Οι ιστορίες του. Και κάπως έτσι ήταν ο φίλος όλων μας. Ο φίλος που θέλαμε να είχαμε. Ο φίλος που μοιραζόταν την ζωή που δεν μπορούσαμε/δεν θέλαμε να ζήσουμε εμείς. Το μάτι μας στο παντού και στο όλον.
Την βάρκα με μετανάστες που την ακολουθούσε ένα δελφίνι. Το τεράστιο φεγγάρι που συνόδευε εκείνη την άλλη βάρκα. Την ελπίδα στην απελπισία. Την απελπισία. Το μακριά μας που ήταν τόσο κοντά μας. Τη ροή που δεν σταματούσε. Το πόσο μέρος της ροής είμαστε ακόμα κι αν προσπαθούμε να το ξεχάσουμε αυτό.
Για να μην πει κανείς ότι δεν ήξερε. «Κανείς δεν θα μπορεί να πει: δεν γνώριζα» Για αυτό.
Αυτό το γαλάζιο κοφτερό βλέμμα. Η ψημένη όψη και η γρήγορη κίνηση εκείνου που ξέρει που πάει. Και οι φωτογραφίες με τις σκέψεις του να ουρλιάζουν μέσα από την εκκωφαντική σιωπή τους. Αυτά θα θυμάμαι πάντα από τον Γιάννη Μπεχράκη. Και την τελευταία μας συνάντηση, βέβαια. Πολλά χρόνια πίσω. Όταν είχε έρθει στο σπίτι μου να φέρει το βιβλίο του και να τα πούμε λίγο. Θα κάναμε ένα αφιέρωμα στο Έψιλον για εκείνον. Είπαμε πολλά. Πάρα πολλά. Ατέλειωτες ιστορίες. Γελάσαμε. Στο σπίτι μου καθισμένοι και ξυπόλητοι πάνω σε ένα αφγανικό χαλί. Ήταν έτοιμος να φύγει πάλι για κάποια αποστολή. Θα έφευγε την άλλη μέρα, νομίζω. Ο Γιάννης Μπεχράκης έφευγε. Αλλά ερχόταν πάντα.
Ακόμα και μετά από αυτή την σέλφι ήρθε. Την ιστορία της οποίας είχαμε την τιμή να ακούσουμε, κάποιοι, από τον ίδιο.
Τότε που επέζησε από την επίθεση στη Σιέρα Λεόνε. Τότε που κρυβόταν δυο μερόνυχτα στη ζούγκλα.
Πάνω από καφέδες ζεστούς, μέσα σε γραφεία γεμάτα από τις φωτογραφίες του μας διηγήθηκε και αυτή την εμπειρία.
Ο Γιάννης ήταν ο πιο προσιτός, κορυφαίος στο είδος του, άνθρωπος που έχω γνωρίσει.
Και πέθανε. Κι αυτός.
Αδιαμφισβήτητα πλέον, στην περίοδο που χάνουμε όσους αγαπάμε, κάνω υπομονή αφιερώνοντας χρόνο στο πως μια στιγμή μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Ο Γιάννης Μπεχράκης το κατάφερε αυτό. Και αναγνωρίστηκε για αυτό. Και θα θρηνώ για την αποχώρησή του. Για μια στιγμή και για πάντα.
*Ο Γιάννης Μπεχράκης ήταν Έλληνας φωτορεπόρτερ και Chief Photographer του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters στην Ελλάδα. Γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Σπούδασε φωτογραφία στο Athens School of Arts and Technology και στο Middlesex University στο Λονδίνο. Στην διάρκεια της καριέρας του κάλυψε σχεδόν κάθε εμπόλεμη ζώνη του κόσμου καθώς και μεγάλα πολιτικά και αθλητικά γεγονότα. Το 2016 κέρδισε το Πούλιτζερ για την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης. Ήταν πατέρας δυο παιδιών.