Μια ανάσα από το θέατρο του παραλόγου, μια ατμόσφαιρα χαοτική και συνάμα αγχωτική. Έντονο το φως κυλάει στα εσώψυχα σου και σου κλέβει την ψυχή. Άλλοτε την χαϊδεύει να σωπάσει κι άλλοτε την κάνει να εκδηλωθεί. Μια απόφαση δική σου, εσένα δηλαδή κι όλων των εαυτών σου: και του χαρούμενου και του θλιμμένου, και του υπομονετικού και του γκρινιάρη. Εσύ διαλέγεις την έκβαση: βροχή ή ηλιαχτίδα;
Ο Σάμιουελ Μπέκετ, στο συγκεκριμένο έργο, παρουσιάζει χαρακτήρες που συνεχώς αναμένουν-μάταια φυσικά-για την εμφάνιση ενός ανθρώπου. Θα εμφανιστούν υποκατάστατα του, θα τους γεμίσουν με ελπίδες. Εκείνος όμως δεν θα έρθει ποτέ. Ένας δούλος, ένας αφέντης, ένας τυφλός κι ένας μουγκός. Τάσεις αυτοκτονίας. Όλα συμβαίνουν γύρω από ένα δέντρο. Απρόσιτο μα κομμάτι της σάρκας σου παράλληλα. Γιατί, μην υποκρίνεσαι πως δεν αναρωτήθηκες ποτέ σου πώς θα ευτυχήσεις ή θα λυτρωθείς, κι αν είσαι τυχερός ίσως να είπες: "Και τώρα που είμαι ευτυχισμένος, τι κάνω;". Από την άλλη πάλι, τι πράγμα αυτό με την ημέρα και τη νύχτα, αυτό θα βλέπουμε συνέχεια; Γκρινιάζεις αρκετά όμως νομίζω.
Δεν έχεις νοιώσει ασφυξία ποτέ; Πώς σε τυλίγει ένα σχοινί, σε μαγνητίζει προς τη γη ένα βάρος, σου κλέβει λίγη ανάσα ένα μπαλόνι που σου σκίζει τον λαιμό; Κι όλη τη μέρα να περιμένεις τον Γκοντό. Κι αυτός ποτένα μην έρχεται. Ποτέ δεν ήρθε. Και τι θα λέμε αύριο στον κόσμο; Πώς όλη μέρα καθόμασταν και περιμέναμε τον Γκοντό; Μια σκιά ή μια μαδημένη αλήθεια;
"Περιμένοντας τον Γκοντό", του Σάμουελ Μπέκετ, στο θέατρο Χώρος.
Σκηνοθεσία:Έλ. Μαυρίδου
Ερμηνεύουν: Ν. Εξηνταβελώνη, Αν. Κανελλόπουλος, Γ. Καράμπαμπας, Γ. Κατσής
Σκην.-κοστ.: Ι. Πλέσσα
Μουσ.: Γ. Μαυρίδης.