ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Ο «Εθνικός Ελληνορώσων» σκίζει στο Μεταξουργείο
Σήμερα η Γωγώ έχει σοβαρούς λόγους που θα ξαναδεί μια παράσταση στο Από Μηχανής Θέατρο. Μετά, θα χωνέψει ό,τι παρακολούθησε να συμβαίνει επί σκηνής με ένα ποτό στην πλατεία Αυδή.
Εδώ και τρία χρόνια, σε μια γειτονιά σε μια άκρη του δήμου της Αθήνας, στο Ελληνορώσων, έξι φίλοι γύρω στα σαράντα μαζεύονται, μια φορά τον μήνα, για ένα «μπασκετάκι». Το ραντεβού συνήθως πέφτει Σάββατο απόγευμα, στο ίδιο πάντα ανοιχτό γήπεδο.
Και κάπου εκεί, από ένα φαινομενικά ρουτινιάρικο σκηνικό, αρχίζει να ξετυλίγεται η υπόθεση του έργου «Εθνικός Ελληνορώσων» (κεντρική φωτό: Πάτροκλος Σκαφίδας), του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, μια παράσταση που ξεκινάει σαν κωμωδία, αν και με εύστοχο και συχνά πικρό χιούμορ, για να περάσει, με σημείο καμπής ένα αναπάντεχο, τραγικό γεγονός, από όλη την γκάμα των συναισθημάτων, τόσο για τους ήρωές της όσο και για τους θεατές της, όπως περίπου συμβαίνει και με την ίδια τη ζωή.
Είδα για πρώτη φορά τον «Εθνικό Ελληνορώσων» στην πρεμιέρα του, όπου το αυθόρμητο και παρατεταμένο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος της επιβεβαίωσε ότι δεν είχε αφήσει μόνο σε εμένα τις καλύτερες εντυπώσεις. Από την υπόθεση ακούγεται σαν «αντρικό» έργο, όμως όπως συμβαίνει με όλα τα έργα που με αφορμή ένα στόρι μιλούν για πολύ μεγαλύτερα πράγματα, νομίζω ότι αφορά όλους.
Προσωπικά, καθώς ο ένας ήρωας έριχνε πάσα στον άλλον (λεκτικά και κυριολεκτικά), στη διάρκεια του «φιλικού» τους αγώνα μπάσκετ, και ενώ χτίζονταν αβίαστα και υπομονετικά οι χαρακτήρες και η αγωνία, το έργο μού θύμισε λίγο ταινία του Ταραντίνο αλλά χωρίς τη στιλιζαρισμένη βία του σκηνοθέτη.
Μάλλον όχι τυχαία λοιπόν, στις παραστάσεις του «Εθνικού Ελληνόρωσων» στο Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13, Αθήνα), στο Μεταξουργείο, οι οποίες αρχικά ήταν κάθε Σάββατο (21.30) και Κυριακή (18.15) μόλις προστέθηκε, χάρη στη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, και μία τρίτη παράσταση, κάθε Δευτέρα (20.00). Έτσι σήμερα θα ξαναδώ το έργο με διαφορετική παρέα φίλων και είμαι σίγουρη ότι δεν θα με αφήσει να πλήξω.
Και μετά θα πιώ ένα ποτό σε ένα από τα διαχρονικά αγαπημένα μου στέκια του κέντρου, τον Μπλε Παπαγάλο (Λεωνίδου 31) με τις νοσταλγικές φερ φορζέ καρέκλες στην καταπράσινη, αυτή την εποχή, πλατεία Αυδή.
Έχω την αίσθηση μάλιστα ότι κάθε φορά που επισκέπτομαι το Μεταξουργείο, καθώς τα διάσπαρτα, ερειπωμένα νεοκλασικά του ανακαινίζονται για να φιλοξενήσουν εστιατόρια, μαγαζιά αλλά και κατοικίες, και ενώ το ετερόκλητο πλήθος των επισκεπτών και των κατοίκων του μεγαλώνει, αυτή η υποβαθμισμένη περιοχή είναι όλο και πιο ζωντανή, όλο και πιο γοητευτική με το δικό της τρόπο.