Skip to main content

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

Luise Glück: «Για να γεννηθείς, το σώμα σου συνάπτει μια συμφωνία με τον θάνατο»

Η Luise Glück, η Αμερικανίδα ποιήτρια που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2020, πέθανε σε ηλικία 80 ετών



Η Luise Glück απεβίωσε στις 13 Οκτωβρίου. Αφορμή για να την γνωρίσουμε στην Ελλάδα ήταν το Νόμπελ Λογοτεχνίας που κέρδισε το 2020, εκ τότε είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε βιβλία με επιλογές από το έργο της, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στερέωμα. Η Louise Elisabeth Glück γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1943 και είναι Αμερικανίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφος. Το 2020, της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία, «για την αδιαμφισβήτητη ποιητική της φωνή που με αυστηρή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη καθολική». Πριν το Νόμπελ έχει κερδίσει πολλά μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Μετάλλιου Ανθρωπιστικών Επιστημών, Βραβείο Pulitzer, Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, Εθνικό Βραβείο Κριτικών Βιβλίων και Βραβείο Bollingen, μεταξύ άλλων. Από το 2003 έως το 2004, ήταν η Poet Laureate των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Glück συχνά περιγράφεται ως αυτοβιογραφική ή εξομολογητική ποιήτρια. Η δουλειά της είναι γνωστή για τη συναισθηματική της ένταση και για τη συχνή χρήση του μύθου, της ιστορίας ή της φύσης ως κομμάτι του διαλόγου της πάνω σε προσωπικές εμπειρίες ή στη σύγχρονη ζωή.

 Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, η οικογένειά της έχει ουγγαρο-εβραϊκές ρίζες, και μεγάλωσε στο Long Island της Νέας Υόρκης. Στην εφηβεία, ανέπτυξε νευρική ανορεξία, η οποία αποτέλεσε μια καθοριστική πρόκληση για τα τελευταία της εφηβικά και νεαρά ενήλικα χρόνια. Περιέγραψε την ασθένεια, σε ένα δοκίμιο, ως αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της από τη μητέρα της. Ενώ υπήρξαν και φορές που είχε συνδέσει την ασθένειά της με το θάνατο μιας μεγαλύτερης αδελφής, ένα γεγονός που συνέβη πριν γεννηθεί. Κατά τη διάρκεια της τελευταία χρονιάς της στο Γυμνάσιο George W. Hewlett, στο Hewlett της Νέας Υόρκης, ξεκίνησε ψυχαναλυτική θεραπεία. Λίγους μήνες αργότερα, αποσύρθηκε από το σχολείο για να επικεντρωθεί στη βελτίωση της υγείας της. Υπό αυτές τις συνθήκες, έγραψε «Κατάλαβα ότι κάποια στιγμή θα πέθαινα. Αυτό που ήξερα πιο έντονα, ήταν ότι δεν ήθελα να πεθάνω». Πέρασε τα επόμενα επτά χρόνια στη θεραπεία, η οποία τη βοήθησε να ξεπεράσει την ασθένεια και να της διδάξει πώς να σκέφτεται.

Αφού έφυγε από το Columbia  χωρίς πτυχίο, ασχολήθηκε με γραμματειακή εργασία. Παντρεύτηκε τον Charles Hertz, Jr., το 1967. Ο γάμος τελείωσε με διαζύγιο. Το 1968, δημοσίευσε την πρώτη της συλλογή ποιημάτων, το Firstborn, η οποία έλαβε κάποια θετική κριτική. Ωστόσο, στη συνέχεια βίωσε μια παρατεταμένη περίπτωση συγγραφικού μπλοκ, η οποία θεραπεύτηκε, όπως ισχυρίστηκε, μετά το 1971, όταν άρχισε να διδάσκει ποίηση στο Goddard College στο Βερμόντ. Τα ποιήματα που έγραψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκδόθηκαν στο δεύτερο βιβλίο της, The House on Marshland (1975), το οποίο πολλοί κριτικοί έχουν θεωρήσει ως το πρωτοποριακό έργο της, σηματοδοτώντας την «ανακάλυψη μιας διακριτικής φωνής».

Το 1973, η Glück γέννησε έναν γιο, τον Νώε, με τον σύντροφό της, τον John Dranow, έναν συγγραφέα που είχε ξεκινήσει το θερινό πρόγραμμα γραφής στο Goddard College. Το 1977, παντρεύτηκαν. Το 1980, ο Dranow και ο Francis Voigt, σύζυγος της ποιήτριας Ellen Bryant Voigt, συνέστησαν το New England Culinary Institute, ένα ιδιωτικό, κερδοσκοπικό κολέγιο. Η Glück και Bryant Voigt ήταν οι πρώτοι επενδυτές στο ινστιτούτο και υπηρέτησαν στο διοικητικό συμβούλιο.

 

Το 1980, δημοσιεύτηκε η τρίτη συλλογή της, Descending Figure. Τον ίδιο χρόνο, μια πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι της στο Βερμόντ, με αποτέλεσμα την απώλεια όλων των περιουσιακών της στοιχείων. Μετά από αυτήν την τραγωδία, άρχισε να γράφει τα ποιήματα που αργότερα θα περιλαμβάνονταν στο βραβευμένο έργο της, The Triumph of Achilles (1985).

Το 1984, εντάχθηκε στη σχολή του Williams College στη Μασαχουσέτη ως ανώτερος λέκτορας στο Τμήμα Αγγλικών. Το επόμενο έτος, ο πατέρας της πέθανε. Η απώλεια αυτή την ώθησε να ξεκινήσει μια νέα συλλογή ποιημάτων, Ararat (1990).

 

Στο ποιητικό έργο της, η Glück επικεντρώθηκε στο να φωτίζει πτυχές του τραύματος, της επιθυμίας και της φύσης. Εξερευνώντας αυτά τα θέματα, η ποίησή της έγινε γνωστή για τις ειλικρινείς εκφράσεις της θλίψης και της απομόνωσης. Οι μελετητές έχουν επίσης επικεντρωθεί στην κατασκευή ποιητικών προσωπογραφιών της και στη σχέση, στα ποιήματά της, μεταξύ αυτοβιογραφίας και κλασικού μύθου.

Μέχρι πρόσφατα, ήταν αναπληρώτρια καθηγήτρια και Rosenkranz Writer in Residence στο Πανεπιστήμιο Yale. Ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.

Απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών, στις 13 Οκτωβρίου. 

Μερικά της ποιήματα μεταφρασμένα στα ελληνικά

Η Θλίψη της Κίρκης

Με σύστησα, εν τέλει
Στη γυναίκα σου, σα μια
Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην
Ιθάκη, σα μια φωνή
Χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη
Το υφαντό, γύρισε το κεφάλι
Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά
Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά
Να αποδώσει τη φωνή σε κάποια
Υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω
Αν γυρίσει πια στον αργαλειό της
Με όσα ξέρει τώρα. Όταν
Την δεις ξανά, πες της πως
Έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:
Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός
Είμαι και στη ζωή σου δια παντός.

Μτφρ. Χάρης Βλαβιανός

«Τὸ Χαρτὶ»

Πῆγα σήμερα στὴ γιατρὸ –

ἡ γιατρὸς εἶπε ὅτι πεθαίνω,

δὲν εἶπε αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀλλὰ ὅταν τὸ εἶπα ἐγὼ

δὲν τὸ ἀρνήθηκε –

Πόσο κακὸ ἔχεις κάνεις στὸ σῶμα σου, λέει ἡ σιωπή της

Σοῦ τὸ δώσαμε καὶ κοίτα τί τὸ ἔκανες

πῶς τὸ κακομεταχειρίστηκες.

Δὲν ἀναφέρομαι μόνο στὸ κάπνισμα

ἀλλὰ καὶ στὴ διατροφή, στὸ ποτό.

Εἶναι νέα˙ τὸ σῶμα της κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἰατρικὴ μπλούζα.

Τὰ μαλλιά της εἶναι μαζεμένα πίσω, μικρὲς θηλυκὲς τοῦφες

συγκρατοῦνται ἀπὸ ἕνα σκοῦρο λάστιχο. Δὲν αἰσθάνεται ἄνετα ἐδῶ,

στὸ γραφεῖο της, μὲ τὸ πτυχίο κορνιζαρισμένο πάνω ἀπ᾽τὸ κεφάλι της,

νὰ κοιτάζει ἀποτελέσματα ἐξετάσεων

μὲ κάποια νούμερα ὑπογραμμισμένα γιὰ νὰ τὰ προσέξει.

Ἡ σπονδυλική της στήλη εἶναι ἴσια, ἐπίσης, χωρὶς συναίσθημα.

Κανεὶς δὲν μὲ δίδαξε πῶς νὰ προσέχω τὸ σῶμα μου.

Μεγαλώνοντας, σὲ προσέχει ἡ μαμά σου ἢ ἡ γιαγιά σου.

Ὅταν γλιτώνεις ἀπ᾽ αὐτές, ἀναλαμβάνει ἡ γυναίκα σου, ἀλλὰ εἶναι φοβισμένη,

δὲν κάνει καὶ πολλά. Ὁπότε, αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἔχω

γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ γιατρὸς μὲ κατηγορεῖ – πάντοτε τὸ φρόντιζαν γυναῖκες

καὶ σᾶς διαβεβαιῶ, ἔκαναν πολλὰ λάθη.

Ἡ γιατρὸς μὲ κοιτάζει –

ἀνάμεσά μας, μιὰ στοίβα βιβλία καὶ ντοσιέ.

Εἴμαστε μόνοι στὴν κλινική.

Ὑπάρχει μιὰ καταπακτὴ ἐδῶ, καὶ μέσα της

ἡ χώρα τῶν νεκρῶν. Καὶ οἱ ζωντανοὶ σὲ σπρώχνουν

θέλουν νὰ μπεῖς πρῶτος, πρὶν ἀπὸ αὐτούς.

Ἡ γιατρὸς τὸ γνωρίζει αὐτό. Ἔχει τὰ βιβλία της,

κι ἐγὼ ἔχω τὰ τσιγάρα μου. Στὸ τέλος

γράφει κάτι σὲ ἕνα χαρτί.

Αὐτὸ θὰ τακτοποιήσει τὴν πίεσή σου, λέει.

Καὶ τὸ βάζω στὴν τσέπη μου, καὶ φεύγω.

Καὶ μόλις βγῶ ἔξω, τὸ σκίζω, σὰν νὰ ἦταν εἰσιτήριο γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο.

Ἦταν τρέλλα ὅτι ἦρθε ἐδῶ,

σὲ ἕναν τόπο ὅπου δὲν ξέρει κανέναν.

Εἶναι μόνη, δὲν φοράει βέρα.

Μόνη στὸ σπίτι, ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Πίνει ἕνα, μετρημένο, ποτήρι κρασὶ τὴν ἡμέρα

καὶ τὸ δεῖπνο της δὲν εἶναι δεῖπνο.

Καὶ βγάζει τὴν ἄσπρη μπλούζα:

ἀνάμεσα στὴ μπλούζα καὶ τὸ σῶμα της,

φοράει μόνο ἕνα λεπτὸ βαμβακερό.

Καὶ κάποια στιγμή, τὸ βγάζει κι αὐτό.

Γιὰ νὰ γεννηθεῖς, τὸ σῶμα σου συνάπτει μιὰ συμφωνία μὲ τὸν θάνατο

κι ἔκτοτε τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ προσπαθεῖ νὰ μὴν τὴν τηρήσει –

Ξαπλώνεις μόνος. Ἴσως κοιμᾶσαι, ἴσως δὲν ξυπνᾶς ποτέ.

Γιὰ πολὺ καιρό, ὅμως, ἀκοῦς κάθε ἦχο.

Εἶναι μιὰ νύχτα ὅπως ὅλες οἱ θερινὲς νύχτες˙ τὸ σκοτάδι δὲν ἔρχεται ποτέ.

Μετάφραση: Χρήστος Δ. Τσιάμης

«Ο θρίαμβος του Αχιλλέα»

Στην ιστορία του Πατρόκλου

κανένας δε γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας

που ήταν σχεδόν θεός.

Του έμοιαζε ο Πάτροκλος,

φορούσαν την ίδια πανοπλία.

Πάντα σ’ αυτές τις φιλίες

ο ένας είν’ υποτελής, έρχεται δεύτερος:

η ιεραρχία

είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς

να δώσει πίστη στους θρύλους —

πηγή τους είναι αυτός που επιζεί,

αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει.

Τί ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων

μπροστά σε τούτη την απώλεια;

Στη σκηνή του ο Αχιλλέας

πενθούσε ολόψυχα

και οι θεοί είδαν

πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα

του μέρους εκείνου που αγαπούσε,

του μέρους του που ήταν θνητό.

Μετάφραση: Χρήστος Δ. Τσιάμης

https://www.instagram.com/p/CGFtmSGFFgr/

Θεωρία τῆς Μνήμης

Πρὶν πολλὰ πολλὰ χρόνια, πρὶν γίνω βασανισμένος καλλιτέχνης, προσβεβλημένος ἤδη ἀπὸ πόθο ἀλλὰ ἀνίκανος νὰ σχηματίσω δεσμοὺς διαρκείας, πολὺ καιρὸ πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἤμουν ἔνδοξος ἡγεμὼν καὶ εἶχα ξανακατακτήσει, κομμάτι κομμάτι, μιὰ ὁλόκληρη χώρα – ἔτσι μοῦ δήλωσε μιὰ μάντισσα ποὺ ἐξέτασε τὴν παλάμη μου. Βλέπω σπουδαῖα πράγματα ἐμπρός σου, εἶπε, ἢ ἴσως πίσω σου, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη. Παρ᾽ὅλα αὐτά, πρόσθεσε, τί σημασία ἔχει; Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν εἶσαι παρὰ ἕνα παιδὶ ποὺ τοῦ κρατάει τὸ χέρι μιὰ μάντισσα. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ὑποθέσεις καὶ ὄνειρα.

Μετάφραση: George Le Nonce

Οὐτοπία

Ὅταν σταματήσει τὸ τραῖνο, εἶπε ἡ γυναίκα, πρέπει νὰ ἀνέβεις. Μὰ πῶς θὰ ξέρω, ρώτησε τὸ κορίτσι, ἂν εἶναι τὸ σωστὸ τραῖνο; Θὰ εἶναι τὸ σωστὸ τραῖνο, εἶπε ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σωστὴ στιγμή. Ἕνα τραῖνο προσέγγιζε τὸν σταθμό˙ σύννεφα γκρίζου καπνοῦ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν καμινάδα. Εἶμαι τόσο τρομαγμένη, σκέφτεται τὸ κορίτσι, καὶ ἁρπάζει τὶς κίτρινες τουλίπες ποὺ θὰ δώσει στὴ γιαγιά της. Τοῦ ἔχουν πλέξει τὰ μαλλιά σὲ σφιχτὲς κοτσίδες γιὰ νὰ μὴ λυθοῦν στὸ ταξίδι. Ὕστερα, χωρὶς λέξη, ἀνεβαίνει στὸ τραῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται ἔνας παράξενος ἦχος, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ γλώσσα ὅπως αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ κορίτσι, ἀλλὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ θρῆνο ἢ στεναγμό.

Μετάφραση: George Le Nonce

Ἀπαγορευμένη Μουσικὴ

Ἡ ὀρχήστρα ἔπαιζε ἤδη ἀρκετὴ ὥρα, καὶ εἶχε περάσει τὸ andante, τὸ scherzo καὶ τὸ poco adagio, καὶ ὁ πρῶτος φλαουτίστας εἶχε γείρει τὸ κεφάλι στὸ ἀναλόγιό του, καθὼς ἤξερε ὅτι δὲν θὰ τὸν χρειάζονταν μέχρι αὔριο, καὶ ἦρθε ἡ σειρὰ ἑνὸς κομματιοῦ στὴν παρτιτούρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἡ ἀπαγορευμένη μουσική, διότι ὁ συνθέτης εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ μὴν παίζεται. Ἔπρεπε, ὅμως, νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ μὴν παίζεται, κι ἂν ἤθελε ὁ μαέστρος ἂς ἔκανε μιὰ παύση. Ἀπόψε, ὅμως, ἀποφασίζει ὁ μαέστρος, πρέπει νὰ παιχθεῖ – διψάει νὰ γίνει διάσημος. Ὁ φλαουτίστας ξυπνάει ἀπότομα. Κάτι καινούριο φτάνει στὰ αὐτιά του, κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἀκούσει ποτὲ πρίν. Ὁ ὕπνος κόβεται. Ποῦ βρίσκομαι τώρα, σκέφτεται. Καὶ μετὰ τὸ ἐπανέλαβε, σὰν γέρος ξαπλωμένος στὸ πάτωμα ἀντὶ γιὰ τὸ κρεββάτι του. Ποῦ βρίσκομαι τώρα;

Μετάφραση: George Le Nonce

Τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο

Ἕνας ἡλικωμένος συγγραφέας εἶχε τὴ συνήθεια νὰ γράφει τὴ λέξη ΤΕΛΟΣ σὲ μιὰ κενὴ σελίδα πρὶν ξεκινήσει νὰ γράφει τὶς ἱστορίες του, καὶ μετὰ συνήθιζε νὰ παίρνει μιὰ δέσμη σελίδες, χαρακτηριστικὰ λεπτὴ τὸν χειμώνα ποὺ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας διαρκοῦσε λίγο, καὶ συγκριτικὰ μεγαλύτερη τὸ καλοκαίρι ποὺ ἡ σκέψη του ξαναγινόταν χαλαρὴ καὶ συνειρμική, διασταλτικὴ σὰν τὴ σκέψη τῶν νεαρῶν. Ἀσχέτως τοῦ ἀριθμοῦ τους, τοποθετοῦσε αὐτὲς τὶς σελίδες πάνω ἀπὸ τὴν τελευταία, ὥστε νὰ τὴν κρύβουν. Μόνο τότε τοῦ ἐρχόταν ἡ ἱστορία, ἀπέριττη καὶ ἐξευγενισμένη τὸν χειμώνα, πιὸ ἐλεύθερη τὸ καλοκαίρι. Μὲ αὐτὴ τὴ μέθοδο εἶχε γίνει διάσημος, σπουδαῖος.

Ἐργαζόταν κατὰ προτίμηση σὲ ἕνα δωμάτιο χωρὶς ρολόγια, καὶ ἄφηνε τὸ φῶς νὰ τοῦ πεῖ πότε τελείωνε ἡ ἡμέρα. Τὸ καλοκαίρι, ἤθελε τὸ παράθυρο ἀνοιχτό. Πῶς θὰ μποροῦσε, ὅμως, καὶ τὸ καλοκαίρι νὰ μπαίνει χειμωνιάτικος ἀέρας στὸ δωμάτιο; Ἔχεις δίκηο, φώναξε στὸν ἀέρα, αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ ἔλειπε, αὐτὴ ἡ ἀποφασιστικότητα, αὐτὴ ἡ σκαιότητα, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη – ἄχ, ἂν μποροῦσα νὰ τὸ καταφέρω αὐτό, θὰ ἤμουν θεός! Καὶ ξάπλωνε στὸ κρύο πάτωμα τοῦ γραφείου του καὶ παρακολουθοῦσε τὸν ἀέρα ποὺ ἀνακάτευε τὶς σελίδες, μπερδεύοντας τὶς γραμμένες καὶ τὶς ἄγραφτες, καὶ τὸ τέλος ἀνάμεσά τους.

Μετάφραση: George Le Nonce

«Πρώτη ανάμνηση»

Καιρό πριν, είχα πληγωθεί.

Ζούσα

για να μ’ εκδικηθώ

ενάντια στον πατέρα μου, όχι

γι’ αυτό που ήταν  -

γι’ αυτό που ήμουνα εγώ: απ’ το ξεκίνημα,

στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα

πως πόνος σήμαινε

ότι δεν είχα αγαπηθεί.

Σήμαινε ότ’ είχα αγαπήσει.

Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου

«Ευδαιμονία»

Ένας άνδρας και μια γυναίκα είναι ξαπλωμένοι
Σ’ ένα λευκό κρεβάτι. Είναι πρωί. Σκέφτομαι
Πως όπου να ’ναι θα ξυπνήσουν.
Στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι
Βρίσκεται ένα βάζο με κρίνους· στους λαιμούς τους
Μικρές λίμνες απ’ το φως του ήλιου.
Τον παρακολουθώ να γυρίζει προς το μέρος της
Σαν για να προφέρει τ’ όνομά της
Αλλά σιωπηλά, βαθιά στο στόμα της−
Στο περβάζι του παράθυρου,
Μια, δυο φορές, ένα πουλί κελαηδά.
Και τότε εκείνη σαλεύει· το σώμα της
Γεμίζει με την ανάσα του.

Ανοίγω τα μάτια μου· με παρατηρείς.
Σχεδόν πάνω απ’ αυτό το δωμάτιο ο ήλιος γλιστρά.
Κοίτα το πρόσωπό σου, λες,
Κρατώντας το δικό σου κοντά μου
Για να το κάνεις έναν καθρέφτη. Πόσο ήρεμη είσαι!
Κι ο φλεγόμενος τροχός
Περνά απαλά από πάνω μας.

Μετάφραση: Κώστας Λιννός

«Ένας μύθος αφοσίωσης»

Όταν ο Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε το κορίτσι
τής έφτιαξε μια απομίμηση της γης,
τα πάντα ίδια, και το λιβάδι ακόμη,
αλλά προσθέτοντας ένα κρεβάτι.

Τα πάντα ίδια, περιλαμβάνοντας το φως του ήλιου,
γιατί θα ήταν δύσκολο για νέο κορίτσι
να πάει τόσο γρήγορα από λαμπρό φως σε απόλυτο σκοτάδι.

Σταδιακά, σκέφτηκε, θα έφερνε τη νύχτα,
πρώτα ως σκιές φύλλων που φτερουγίζουν.
Μετά σελήνη, μετά άστρα. Έπειτα ούτε σελήνη, ούτε άστρα.
Ας συνηθίσει η Περσεφόνη σιγά σιγά.
Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ανακουφιστικό.

Ένα ομοιότυπο της γης
αλλά εδώ υπήρχε αγάπη.
Αγάπη δεν θέλουν όλοι;

Περίμενε πολλά χρόνια,
χτίζοντας έναν κόσμο, παρακολουθώντας
την Περσεφόνη στο λιβάδι.
Η Περσεφόνη μύριζε, γευόταν.
Αν έχεις κάποια όρεξη, σκέφτηκε,
τις έχεις όλες.

Δεν θέλουν όλοι να νιώσουν τη νύχτα
το αγαπημένο σώμα, πυξίδα, πολικό αστέρα,
να ακούσουν την ήρεμη ανάσα που λέει
είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης
είσαι ζωντανός, γιατί με ακούς,
είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν γυρνά ο ένας,
γυρνά και ο άλλος –

Αυτά ένιωθε, ο κύριος του σκότους,
κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε
οικοδομήσει για την Περσεφόνη. Καθόλου δεν σκέφτηκε
πως μυρωδιές πια δεν θα υπήρχαν εδώ,
ασφαλώς ούτε θα έτρωγες πια.

Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος της αγάπης;
Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε να τα φανταστεί∙
κανείς που αγαπά δεν τα φαντάζεται ποτέ.

Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει το μέρος.
Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Έπειτα: Ο Κήπος.
Τελικά, αποφασίζει να το αποκαλέσει
Η Νεότητα της Περσεφόνης.

Ένα απαλό φως που σηκώνεται πάνω από το επίπεδο λιβάδι,
πίσω από το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.
Θέλει να πει σε αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

αλλά σκέφτεται
αυτό είναι ψέμα, οπότε λέει τελικά
είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
που του φαίνεται
μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινό.

Μετάφραση: Γιώργος Χουλιάρας

Η Louise Glück από την άνοιξη του 2020 ανήκει στους συγγραφείς των Εκδόσεων Στερέωμα, σε μετάφραση από τον Χάρη Βλαβιανό και τη Δήμητρα Κωτούλα.

Επιλογές βιβλίων της Louise Glück

Poems: 1962-2020 - Book Odyssey

Winter Recipes from the Collective: Poems - Book Odyssey 

Πιστή και ενάρετη νύχτα - Book Odyssey

 Αποδείξεις και θεωρίες - Λουίζ Γκλικ - Εκδόσεις Στερέωμα (stereoma-sa.gr)

Λουίζ Γκλικ - Εκδόσεις Στερέωμα (stereoma-sa.gr)

Διαβάστε επίσης

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

«Αγάπα περισσότερο, ώσπου να μην πονάει άλλο» William Shakespear

Μαθήματα αγάπης και έρωτα από τον William Shakespear

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

«Δεν σκέφτομαι πια τον θάνατο με ρομαντικό τρόπο» Robert Smith

Χρόνια πολλά στον The Cure της καρδιάς μας

Προτεινόμενα

CELEBS

Βίκυ Καγιά: Πέθανε ο πατέρας της

Το μήνυμά της στο Instagram

FASHION TRENDS

Ποια σανδάλια είναι η πιο κομψή τάση του καλοκαιριού 2024;

Κομψά και άνετα – με «δαχτυλίδι» που τα κάνει να ξεχωρίζουν

CELEBS

Δημήτρης Κόκοτας: Θετικά τα νέα για την υγεία του - Ανταποκρίθηκε σε οδηγίες γιατρών

Παραμένει στη ΜΕΘ με μηχανική υποστήριξη έναν μήνα μετά την ανακοπή