Skip to main content

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

Ατόφιο χρυσάφι: Καλωσορίζουμε το 2024 με ποίηση 24 καρατιών

Πάνω από 50 ποιητές και ποιήτριες δέχτηκαν το κάλεσμα της Αγγελικής Λάλου και το allyou.gr και έγραψαν ή διέθεσαν ένα ποίημα με θέμα τον αριθμό «24»



Τα τελευταία χρόνια έχω την παράδοση να βάζω ποιητικές προκλήσεις σε αγαπημένους φίλους που τυχαίνει να είναι ποιητές. Κι αυτή τη χρονιά πήρα το θάρρος και τους έβαλα μια καινούργια ποιητική πρόκληση – χωρίς να τους δώσω πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, ανταποκρίθηκαν με θέρμη. Πάνω από 50 ποιητές και ποιήτριες αποδέχτηκαν το κάλεσμα και έγραψαν ή διέθεσαν ένα ποίημα με θέμα τον αριθμό «24». Απολαύστε το υπέροχο αποτέλεσμα.

Καλή χρονιά και χρόνια πολλά, με ποιητική αντι_σταση.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΥΙΩΤΗ

ΚΑΠΟΙΟΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΣΚΛΗΡΟ ΓΗΠΕΔΟ

Κάποιοι μαθαίνουν σε σκληρό γήπεδο.

Στο τέρμα του χωριού, στο βουνό, σ' ένα πλάτωμα πιο πάνω απ’ το νεκροταφείο.

Για τον αγώνα με το διπλανό χωριό ανεβαίνουν τον χωματόδρομο μες στις φωνές και τη φασαρία με τα αγροτικά TOYOTΑ - στο γυρισμό παίρνουν στην καρότσα και τα κορίτσια.

Την ομάδα τους τη λένε Ζευς, ή Αετός,

και για το ετήσιο ημερολόγιο του συλλόγου ποζάρουν κάθε χρόνο σε δυο σειρές,

χαμογελώντας σφιχτά με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα.

Είναι όλοι τους σπαθιά. Κι από τη σπαθοσύνη τους

γίνονται εκκλησάκια γυρνώντας από τη βραδινή διασκέδαση στον επαρχιακό δρόμο,

ή πέφτουν στην άδεια τρύπα του ασανσέρ την άλλη μέρα στην οικοδομή,

ή κάνουν πολλά παιδιά απανωτά και μεγαλώνουν είκοσι τέσσερα χρόνια σε μια νύχτα,

ή γίνονται επιστήμονες και καλλιτέχνες, με μια προϊστορική σπηλιά στη θέση της ψυχής,

ή χάνονται ξαφνικά στα 47 από ανακοπή

ή όλα αυτά μαζί.

Ή,

μένουν για πάντα νεαρά αγόρια σε μια φωτογραφία του 1989,

όπως κι εγώ μένω μέσα μου μικρή - προέφηβη,

λίγο μικρότερη απ' τα κορίτσια που κατέβαιναν μαζί τους στο χωριό, μετά τον αγώνα.

ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΠΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Αν βρεις για εμένα

κάποια στιγμή,

κάτι να λάμπει

από την αρχή.

Πες και του χρόνου

κάνε μια ευχή,

κάποτε θα έρθει

η δική σου σειρά

μετά από 24 ώρες

που μπαίνει η νέα χρονιά.

Να γίνεις ένας

και δυο μαζί,

από το ξημέρωμα

μέτρα κι εσύ,

ο κόσμος χρειάζεται

μια ανάσα στο φως

προτού το καλοκαίρι

ξεπροβάλλει, μικρό και ζωηρό.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΤΣΟΓΛΟΥ

24ΩΡΕΣ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙΣ

Το χιόνι που δεν ήρθε φέτος

Άφησε ακάλυπτα τα σώματα αθώων

Να κείτονται προκλητικά στο πέρασμα του χρόνου

Και να οδηγούν αδιάφορους πολίτες

Σε πράξεις αγάπης και προσφοράς

Ακούγοντας προσεκτικά τις οδηγίες ειδικών

Και τα δελτία ειδήσεων

Συλλέγουμε αναμνήσεις

Και καταφεύγουμε σε πανσιόν

Για εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις

Εκεί, πάνω σε λευκά σεντόνια

Παραδίδουμε το σώμα μας

Σε εραστές μιας χρήσης

Και ταξιδεύουμε σε χώρες άγνωστες

Ενός πλανήτη που κυβερνά η Αγάπη

ΕΛΙΝΑ ΑΦΕΝΤΑΚΗ

CINDY 

Τί βαρεμάρα...

Αν ήξερα τί φιάσκο θα 'ταν δεν θα 'χα βάλει τη νονά μου σε τέτοιο μπελά!

Αυτές οι φλυαρίες,

τα τριώροφα χτενίσματα,

η μουσική...

Τόσο μονότονη μουσική!

Έτσι μου 'ρχεται να σηκωθώ και να πετάξω στην ορχήστρα τον κορσέ!

Κι ο άλλος...

Τί σαχλός, Θεέ μου!

Δες τις τρεις μέγαιρες πώς ξεκαρδίζονται με τα χαζά αστεία του...

Όλος δικός σας, κορίτσια! 

Δεν περνάει κι η ώρα να 'ρθει ο αμαξάς...

«Στα 24 χτυπήματα ακριβώς» είπε.

Ελπίζω να μην αργήσει και γυρίσω σπίτι με τα πόδια...

Με τις καινούριες γόβες δεν παλεύεται!

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

ΑΝΤΙ-ΠΟΙΗΣΗ

Εφαρμόζω κανόνες συνεχώς

Οι εξαιρέσεις καταγραμμένες όλες

γνωστές αναλλοίωτες

σαν τις γεύσεις.

Η σοκολάτα γλυκιά

το σφύζω με Υ

το ωμέγα 24ο

πάντα.

Όλα τα παζλ στο μυαλό μου

φτιαγμένα

ευθυγραμμισμένα

απόλυτα εφαρμόσιμα.

Και ξαφνικά αρχίζω να κόβω

κομμάτια ίσια κομμάτια λοξά

δεν μπορώ τους κύκλους

πού είναι η αρχή ποιο θα είναι το τέλος

κλείστηκα μέσα.

Ο λαβύρινθος

ικάρια φτερά

ο Αστέριος αυτόχειρας

πέλματα γυμνά

οι παλάμες άδειες

Τα αγκάθια γλιστρούν δεν καρφώνονται.

Ρίξε τη σκάλα σου κρατήσου στα μαλλιά μου.

Βυθοσκόπηση βλέμματος

έχασα το ρολόι δεν θα γυρίσω.

Με είπαν Αλίκη

ενώ ήμουν η Μήδεια.

ΕΙΡΗΝΗ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

τώρα που μπήκαμε στο 2024

σε γνωρίζω χρόνια 24

και η καρδιά είναι ένα κόκκινο

παραμορφωμένο πράγμα.

Άξιζε ο μέγιστος δυνατός πόνος που μου προκλήθηκε

κάθε χρόνο φτιάχνω από αυτόν

ένα κίτρινο σπίτι

κάτι γαλάζια δέντρα τριγύρω

στήνω την εικόνα σου -κάτι σαν καρικατούρα-

να την βλέπω έως το τέλος του κόσμου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Μετράς τα μίλια 

είκοσι τέσσερα, ναι

ως την άνοιξη. 

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

ΜΑΪΝΑ

Πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου

στο παλιό καρνάγιο

σκεβρωμένα σκαριά και λιωμένες καρίνες,

σβησμένες παναγιές και κατερίνες,

οξειδωμένες άγκυρες,

καρφιτσωμένες αγκράφες στης μοναξιάς την μπέρτα,

καΐκια σε αναστήλωση·

πόσα καλαφατίσματα για μια καθέλκυση

που δεν ήρθε

λείψανα ημερών

είκοσι τέσσερα σημαιάκια από γιορτή που βρέθηκες ακάλεστος

Τα γερασμένα πλοία τα πονά περισσότερο

η πρώτη μέρα που το νερό έβρεξε τα ύφαλα

κι η αλμύρα της θάλασσας

πώς τα πληγώνει

Τα γερασμένα πλοία τα πονά περισσότερο

ο χρόνος

που παίζει ζάρια στο καφενείο του λιμανιού

παρατηρώντας αμέριμνος

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΟΥΛΟΣ

NEW YEAR'S DELULUSIONS

Έλα να γράψουμε

ποιήματα

για αποδράσεις

από την

πραγματικότητα

με μέτριους

στίχους

για μέτρια

γαμήσια

που δεν θα καυλώσουν

ποτέ

κανέναν

Που και που

η κριτική

θα τα βρίσκει

διασκεδαστικά

και θα τα

προτείνει

σε λίστες

Για παράδειγμα:

Έχουμε

δύο

Γενάρη

του

2024

οι υπάλληλοι

στο μικρό

μας

καταφύγιο

είναι κακοπληρωμένοι

και τα σεντόνια μας

βρώμικα

σαν κυβέρνηση

της δεξιάς

Το delulu

είναι απλά

μια μόδα

των ζούμερς

και η επιβεβαίωση

από κάπου

θα έρθει

-ίσως μία ανθολογία που να εξυμνεί το ανθρώπινο σώμα-

με λεφτά

των

ιδρυμάτων

πολιτισμού

την ίδια ώρα

που ο κόσμος

καταρρέει

και το μέλλον

του

ανθρώπινου

σώματος

μοιάζει

χλωμό

σαν κάποια

αποτυχημένη

παρομοίωση

που

θα κάνω

για το

γυμνό

κορμί

σου

Όμως

έχουμε

δύο

Γενάρη

του

2024

και

είναι

κρίμα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΣΥ

σου το ‘πα

προτού φύγεις

να ξεκολλήσεις από το σώμα

την αστάθεια των θαυμαστικών

από τους τοίχους

τ’ αποσιωπητικά με τη ματαιωμένη

προσμονή τους

τους το είπα εκατό φορές

με 24 γράμματα ασυνόδευτα

στο πάτωμα οι λέξεις

λέξη τη λέξη

χτίσαμε το σπίτι

(Από τη συλλογή «ό,τι ΛύΠει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ τοπιο_ραφίες» εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023)

Σοφία Γιοβάνογλου

ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ

            Ι. Ζήτησε ένα λουλούδι:

1. να κοπεί ποτέ του;

2. να στολισθεί μέσα σε βάζο;

3. να φορεθεί σε μπουτονιέρα;

4. να αρμοσθεί στην ικεμπάνα;

5. να φυτευθεί μέσα σε γλάστρα;

6. να μεταφυτευθεί όπου καθένας κρίνει;

7. ν' αναπτυχθεί χωρίς καταβολάδα;

8. να συλληφθεί με το στανιό;

9. να δώσει μες σε οργανωμένο κήπο;

10. να ενδώσει στη σκλαβιά θερμοκηπίου;

11. να μείνει δεσποζόμενο για πάντα;

12. να στερηθεί την ευεργετική βροχή;

13. να πεταχτεί πάνω σε πίστα;

14. να ρημαχτεί κάτω από πόδια;

15. να εκδιωχθεί από τον τόπο που ριζώνει;

               ΙΙ. Αρνήθηκε, ποτέ, να ιαθεί:

16. από Ανθρώπου χέρι;

               ΙΙΙ. Αρνήθηκε, ποτέ του, να εμπνεύσει:

17. τους αριθμούς στον Fibonacci;

18. μια τέχνη λόγου;

19. μια τέχνη εικαστική;

20. την απολλώνεια μουσική;

21. τους στίχους τραγουδιών;

22. της όπερας libretti;

23. την τέχνη της κινηματογραφίας;

24. μια εικόνα φωτογραφική;

Εδώ τα πάντα εξαρτώνται απ' τον τεχνίτη.

            Τα πάντα από την τεχνική.

Εδώ τα πάντα είναι χειρ και λόγος.

            Kαι Λόγος απ' αρχής.

ΣΟΝΙΑ ΖΑΧΑΡΑΤΟΥ

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΗΜΕΡΑ

Ουρανοί κόκκινοι ρουφάνε

το σώμα σου τρικυμία

στα συντρίμμια της πόλης.

Τα σπλάχνα ξερνούν αίμα,

ουρλιαχτό πληγωμένου ζώου

η βιασμένη παρθενιά σου.

Ποδοβολητά διατρέχουν τις φλέβες,

δαγκώνεις τ’ αγριεμένα δάχτυλα﮲

αφουγκράζεσαι μην έρθουν πάλι.

Κλαις﮲ βουβά.

Σπονδή σε τούτο το βράδυ,

καθώς γενέθλιος χρόνος

η 24η, μηνός Φλεβάρη,

μνημονεύεις

γιορντάνια καλοτυχιάς,

που τώρα, θρύμματα, λάσπη.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ '24

Στο γύρισμα του δρόμου

Το σκοτεινό αγόρι

Φόρεσε την πανοπλία του ήλιου.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ

Ψηφία

Λέξεις

Φράσεις

Μιλημένες

Γραμμένες

Τραγουδισμένες

Γλώσσα ελληνική

Γλώσσα μου…

Αν είναι θαύμα εκείνο των πέντε άρτων

τι είναι, άραγε, τούτο

που είκοσι τέσσερα γράμματα

τροφοδοτούν, αδιάκοπα, επτά εκατομμύρια λέξεις

-έναν θαυμαστό έναστρο ουρανό λόγου-

από την 3η χιλιετία π.Χ.;

ΜΑΛΒΙΝΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ

ΩΡΕΣ ΑΫΠΝΙΑΣ

Τις αφορμές της μέρας

Προσλαμβάνει και κρύβει η νύχτα

Στα αμίλητα στεγανά της

Τις επωάζει με μαεστρία

Τη θλίψη το φόβο την αγωνία

Αϋπνία

Μέχρι να φτάσεις στο όνειρο

Πολύς ακόμα ο δρόμος

Μετράς τη νύχτα άλλοτε με προβατάκια

Άλλοτε τραγουδάς αντίστροφα

Τα 24 γράμματα που τόσα χρόνια ορθώς

Σου μάθανε «σοφοί δασκάλοι»

Ω Ψ Χ Φ Υ Τ Σ Ρ Π Ο…. Ξ Ν Μ….

Αν ακόμα δεν καταφέρεις να κοιμηθείς

Με τούτο το νανούρισμα των ήχων

Δοκιμάζεις φωνητικούς συνδυασμούς

Ψάχνεις να βρεις αντιστοιχίες ονομάτων

Ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή σου

Να λοιπόν που όλος σου ο κόσμος χωράει

Μέσα σε είκοσι τέσσερα γράμματα

ΑΡΙΑΔΝΗ ΚΑΛΟΚΥΡΗ

ΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΕ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΚΑΛΙΑ

1

(μην αμελήσω
να διαχειριστώ την πρόθεση πως
τίποτα
δεν είναι ποτέ αρκετό)

2

Η γειτονιά με τα πληθυντικά ονόματα
υπό τις σταθερές οδηγίες της Αγγελικής Στελλάτου:
άνοιξε το σώμα / νιώσε το ύψος / κατάκτησέ το

 

3

στην πλατεία Αφαίας
στα Πετράλωνα
έβρεξε ψίχα το σύννεφο
πότισε ψωμί
χόρτασαν
τα πουλιά·

4

παρακάτω:
ρόδια Άργους
ζουμερά και κατακόκκινα
στέκονται προκλητικά
στα θαμπά πεζοδρόμια της Αθήνας·

5

λίγο νωρίτερα: δύο

αγκαλιασμένοι νέοι
–ούτε ελάχιστο κενό ανάμεσά τους–
μέχρι να εισχωρήσει
εμφαντικά
η ταχύτητα του αποχαιρετιστήριου συρμού·

6

πριν και μετά:
βουνά σε σύγκρουση η απόρριψη
άγουρες λέξεις–ψάρια

γεμάτα αιχμηρά νερά·
πώς να καλύψω
το τεχνικό κενό
του ωραίου;

7

Ξυπόλητη σε κυκλαδίτικο σπίτι
μετά το μπάνιο
με αέρα
και ήλιο·

8

κόκκινα γεράνια
να μη σου αρέσει το άρωμα αλλά
να γεμίζουν τον χώρο
να βάφεις τα νύχια και τα μάγουλα
με τα πικρά πέταλα.

9

Γεμάτος φωτεινά σπιτάκια ο ύπνος μου
ύπνος υδάτινος
βιάζεται
να σαλπάρει.

10

Πόσες φορές θα χρειαστεί να φύγεις;
Πόσο πρέπει να αντέξω χωρίς;
Κι αν τελικά
αντέξω
χωρίς;

11

Μικρά παιδιά
δε σταματούν
να ζητάνε.

12

Πινελιές πανάδες
στα πόδια

13

ανοιχτό πουκάμισο –μετάλλια στο στήθος– καρέ ξανθιά περούκα
 τι τύπος!

14

Υπερμεγέθη
βρόμικα παπούτσια.

15

Ο αέρας του Ηλεκτρικού
αποπνικτικά χρωματισμένος
πυκνογραμμένος
σκανδαλωδώς
γυμνός·

16

αποδεχόμαστε ό,τι παρεκκλίνει;

17

Μεσήλικο ζευγάρι δίπλα μας.
Απ’ το σκισμένο της σακάκι
το πορτοκαλί πουκάμισο
-φλούδα μανταρίνι-
προσποιείται
πως ακούει·

18

εμένα και τον Μ
τον εργάτη
που η μαύρη εργασία του σε κοινωνικά ευαίσθητη ΜΚΟ
δε φαίνεται να
εκτιμάται επαρκώς·

19

από κοινού φανταστήκαμε
πολυτελή ανακυκλώσιμα χαρτιά με κρυμμένα σπόρια
να βρέχονται από τη ραγισμένη στέγη το φθινόπωρο
και να φυτρώνουν στον πάγκο σου
άναρχα ψαλιδισμένα
αγριολούλουδα·

20

θέλουμε τη βροχή
την πολλή βροχή όμως;

21

Ξέρω
μιλάω εκ του ασφαλούς
θα ήθελα μόνο
να είσαι καλά.

 

22

[εκτός σπιτιού]

12% μπαταρία
είναι κι αυτός ένας τρόπος
να μετράς
αντίστροφα τον χρόνο

(ή όταν ένα ένα τελειώνουν τα φωτεινά μπαλάκια θυροξίνης).

23

Αποτυπωμένη η άχρονη ομορφιά πενθεί
ψηφιδωτή ψηφιακή απώλεια·

24

από την άλλη, ακόμα
υπάρχει το χρώμα
τα βιβλία
και ό,τι απέμεινε
από τη δροσιά
του φύλλου.

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ

θα έχω ένα σώμα 24 φορές πιο μεγάλο

με μάτια 24 φορές πιο μικρά

θα περπατάω και θα τρίζουν οι τόποι

θα κάνω τα πάντα για να με βλέπουν όλοι

θα μπερδεύω τα βουνά με τα χαντάκια

τα αστέρια με τη λάσπη -είπαμε μάτια μικρά-

και στο τέλος θα βλέπω μόνο λευκό

ή μόνο μαύρο

και δεν θα ξέρω πού να πάω

οπότε θα μείνω εκεί

για να με έχουν οι άλλοι σημείο αναφοράς

με εμένα να ξέρω ότι το μόνο που ήμουν

ήταν άλλη μια μέρα.

Λένα Καλλέργη

Αριθμολογία

Κάθε ώρα στο μερόνυχτο

είναι ξανά καινούρια.

Στο αλφάβητο, τα γράμματα

σ’ άπειρους συνδυασμούς.

Ίσως γι’ αυτό να μην μπορώ

να μετρηθώ, να γράψω

χρόνια μετά, ό,τι έγινε

τότε, στα είκοσι τέσσερα.

Κι όλο ξεχνώ, μαντεύω,

μια ηλικία απροσμέτρητη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΛΛΑΓΗ

όταν πίστεψες

ότι είχαμε συνείδηση

των λόγων μας

σου θύμισα ότι η χρονιά που γνωριστήκαμε

ήταν διπλή

κάθε μήνας μετρούσε για δύο: 12

για είκοσι τέσσερις

12 μονάδες του 2

3 του οκτώ

ή ένας μόνο

συμπύκνωνε

την έκ-σταση

απ’ το σώμα μας

αργότερα

μετρηθήκαμε

στο σύμπλεγμα

της Κασσιόπης

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΤ (ΚΑΝΤΩΝΙΔΟΥ)

ΩΡΑ 24:00 ΒΡΑΔΙΝΗ

Αντικρυστά  οι μήνες μου στο πάλκο

και τα γράμματα της αλφαβήτας σου

και τα καρφιά στη μαρκίζα, πόσα δεν

ξέρω, αυτό σου το τοπίο ώρα εικοστή

τετάρτη βραδινή, κανείς δεν το θωρεί

το ίδιο. Ούτε τα καράτια της καδένας

σου, διαπιστώνεις αργά καθώς πρέπει.

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

ΠΕΝΤΕ ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ

Ένα τέταρτο του αιώνα. Σχεδόν. Αυτό να σκέφτεται.

Πώς τού εξηγούσε στο Γυμνάσιο,

- στο χέρι το λυσάρι, στην τσέπη η αγωνία -

τα εκφραστικά μέσα και τι σκέφτεται ο ποιητής.

Να βαραίνουν τα εκατό κι όχι τα εικοσιπέντε του

μαλαματένια χρόνια.

Εικόνες να συνάζει από το μπλε ποδήλατο

που κακοπάθαινε στο κάμπινγκ,

από τον Ρούντι, ένα Κινγκ Τσαρλς Σπάνιελ

ιδανικό για ευερέθιστα αγόρια

- έφυγε, ευτυχώς, αυτός τουλάχιστον πλήρης ημερών -,

από τα αριστεία, κρυμμένα στο συρτάρι του παιδικού

γραφείου του που πρόωρα ορφάνεψε.

Έξι νύχτες πριν τα εικοσιπέντε, τού χτύπησε

την πόρτα και τον χαιρέτησε. Όπως έκανε πάντα.

Δεν ήξερε ότι θα έκοβε το στόμα του

- έκτοτε -

το αιχμηρό από.

Την επομένη θα ετοίμαζαν τα χαρτιά του,

μια θέση στο Δημόσιο, μια νίκη,

μια σωτηρία ατελέσφορη για το καθημερινό.

Στο είκοσι τέσσερα κόψανε με τη μάνα του

το μέτρημα. Μοιράσανε στα δυο τη συντριβή.

Αλλάξανε το μύθο. Το αγόρι τους έφαγε

το σκουλήκι στο σάπιο μήλο και δεν ξύπνησε.

Ή ίσως του κλέψαν την ανάσα τίποτε

ξωτικιές που ξέμειναν στην πόλη.

Κάπως έτσι το τραγικό να ερμηνεύει,

με τα πολύτιμα Ζάναξ του να ζει

και το “24” που από τρυφερό έγινε ο φονιάς του, να μισεί. 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΣΣΕΣΙΑΝ

Εργόχειρο

Μεσάνυχτα ακριβώς το

πρώτο κλάμα της

Έδωσαν σήματα τα νεύρα

ν’ ανασάνει

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Μετρονόμος οι πνεύμονες

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Μύες ατροφικοί

Διοξείδιο

Δάχτυλα διψασμένα

Οξυγόνο

Λαχτάρα

Διοξείδιο

Άγνωστη Ήπειρος

Οξυγόνο

Αχαρτογράφητα νερά

Διοξείδιο

Ύστερα στάθηκε στα πόδια της και

οι βραχίονες, γεροδεμένοι πια,

με ρώμη άρπαζαν τις ευκαιρίες

Όπως ο γύπας γάντζωνε τη λεία του

έτσι κι αυτή αναζητούσε θήραμα:

σάρκες, ψυχές και πνεύματα

ό,τι στα μάτια έμοιαζε βρώσιμο∙

ακόμα και ο χρόνος

Μεγάλωσε.

Ήταν καιρός

Στα παιδικά παιχνίδια της ορκίστηκε

πίστη κι αιώνια αθωότητα

Με τρυφερότητα αποχαιρέτισε το γνώριμο

και κίνησε τον κόσμο για να δει

Ο χάρτης της,

λεπτοφυές εργόχειρο

Πυξίδα το βελόνι

Με χέρια άσπιλα, κατάλευκα

έγνεθε διαδρομές

Υπέργειες φωλιές για τα πτηνά των ουρανών

Υπόγειες, για τους τυφλοπόντικες

Σήραγγες διαφυγής, έξοδο κινδύνου

κι έναν εξώστη πάνω απ’ τη θάλασσα,

να λησμονεί της Οικουμένης τις πικρές αλήθειες

Με μαεστρία έκλωθε την πρώτη ύλη της:

Νήματα

Είκοσι

Τέσσερα

(Όσες και οι γενιές που

δίδαξαν την τέχνη της απ’

την Πανώλη έως την προσφυγιά)

 

Κι αν μίλησε τις γλώσσες των ανθρώπων

Κι αν είδε τις γωνιές της Υφηλίου

Κι αν είδε θαύματα, μαζί κι ασχήμια

κι όλο το μεγαλείο της ζωής

τη μοίρα της την κέντησε σ’ ύφασμα ξεφτισμένο

με χέρια κατάμαυρα, ασθενικά

Μεγάλωσε

Ήταν καιρός.

Σαν έλειψαν οι κόκκοι της κλεψύδρας της

το φως μέτρησε αντίστροφα

Έδωσαν σήματα τα νεύρα

να σωπάσει

Οξυγόνο

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Διοξείδιο

Οξυγόνο

Διοξείδιο

Μετρονόμος ο θάνατος

και τα επόμενα μεσάνυχτα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΚΗΣ

ΑΡΓΑ

Νυχτώνει πλέον αργά

Το φως κρατάει σφιχτά τις βασικές του ιδιότητες

μάρτυρας και μαρτύριο της ζωής

Εδώ και ώρες έχω επιστρέψει σπίτι

πότε ψευτοδιαβάζω πότε ψευτογράφω

πότε ασχολούμαι αναγκαία με τα καθημερινά

πάντως καθόλου δεν μιλώ, κανείς δεν υπάρχει εδώ μέσα

να ανταλλάξω λίγες κουβέντες

της προκοπής

Όποιος δεν ζει τον χρόνο, καταντάει αθώος

Το φως λιγοστεύει, ακολούθως και εγώ

ανοίγω παλιούς φακέλους, αρχεία κρατημένα

χρόνια κλειστά, υποθέσεις χρόνων που δεν λένε να τελεσιδικίσουν

Γράμματα και σημειώσεις, φωτογραφίες και ενθύμια

Έρωτες και φιλίες, λάθη πολλά

και επαναλαμβανόμενα

Ευκαιρίες πολυάριθμες και χαμένες

και πάντοτε ένας φόβος να κλείνει τον δρόμο

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν ξεκίνησε η αληθινή μου ζωή

Από τότε η νοσταλγία δικαιώνει το ανέφικτο είκοσι τέσσερις φορές τη μέρα

Νυχτώνει αργά και η ώρα δεν περνάει

να πέσω να κοιμηθώ

Νυχτώνει αργά και η ώρα πάλι θα περάσει

να πέσω να μην πονώ

ΟΛΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ

Εκείνη την εποχή, παλιά, οι λέξεις είχαν ψυχή. Χρησίμευαν στην ψυχή για να μιλήσει, να εκφραστεί, όχι μόνο για διεκπεραιώσει. Είχαν χρώμα, σχήμα, γεύση. Εκείνη, βέβαια, μικρό κορίτσι τότε, κυρίως σιωπούσε. Η ψυχή της ήταν ψυχή μικρού κοριτσιού συνεσταλμένη, δειλή, διστακτική και γεμάτη μυστικά. Το σπίτι των θείων ήτανε ένα συνηθισμένο μικροαστικό διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας που έβλεπε στη μεγάλη λεωφόρο λοξά. Αυτή η μεγάλη λεωφόρος με το συνεχές επίμονο βουητό της ήταν μάρτυρας των όσων συνέβαιναν σε αυτό το διαμέρισμα τα απογεύματα. Τις ώρες που ο θείος με τις ξεφτισμένες παλιές δερμάτινες παντόφλες, τα άσπρα γεροντικά πέλματα, σούρνοντας τα βήματά του, πήγαινε πίσω απ’ το μεγάλο καρυδένιο γραφείο του στην άκρη του σαλονιού και την καλούσε κοντά του για να την βοηθήσει –μαθηματικός ο ίδιος– στα μαθήματα. Το χέρι του έτρεχε στο σώμα της κάτω από το γραφείο, κι εκείνη από τότε συνδύασε τους αριθμούς με μια αναγούλα που γέμιζε το στόμα της με μια μεταλλική γεύση μπαταρίας. Η θεία εκείνες τις ώρες έπλενε συνήθως τα πιάτα στην κουζίνα. Και πού και πού ακουγόταν η φωνή της ως το μεγάλο σαλόνι να την ρωτάει αν θέλει πορτοκαλάδα ή αν θα πάει μαζί της αύριο πρωί που ήταν Κυριακή. Η θεία ήταν αυτοδίδακτη ζωγράφος και τις Κυριακές έπαιρνε το καβαλέτο, το ξύλινο βαλιτσάκι της με τα σύνεργα ζωγραφικής και πήγαινε στη φύση να ζωγραφίσει… συνήθως κατά τον Ωρωπό. Η μικρή σ’ εκείνες τις βόλτες χάζευε τα έντομα …κουνούπια, μυγάκια, μικρές πεταλούδες που στριφογύριζαν γύρω από το καβαλέτο της θείας ζαλισμένα από τη μυρωδιά απ’ το νέφτι, τα έβλεπε καμιά φορά να πέφτουν και μέσα, και να προσπαθούν να βγουν τινάζοντας τα ποδαράκια τους απεγνωσμένα... η θεία, απασχολημένη να αποτυπώσει την ομορφιά γύρω της, ήταν εντελώς τυφλή σ’ αυτά τα μικρά εγκλήματα που συνέβαιναν ταυτόχρονα και παράλληλα δίπλα της. Εκείνη την Κυριακή το λιβάδι ήταν καταπράσινο, η θεία το είχε ζωγραφίσει βάζοντας όλα τα πράσινα της παλέτας της, η μυρωδιά του χόρτου ήταν ζαλιστική, κι η Ελένη ένιωσε το αίμα ανάμεσα στα πόδια της να κυλάει και να γεμίζει το λιβάδι παπαρούνες. Από την άλλη μέρα, μαζί με το πρώτο αίμα, δεν ξαναπήγε ποτέ πια στους θείους. Συμμάχησε αντί με τους αριθμούς, με τις λέξεις. Τα είπε όλα στη μαμά της για το θείο, για την αναγούλα, για το τι γινόταν στο μεγάλο καρυδένιο γραφείο. Κι από τότε δεν ξαναμίλησαν ποτέ γι’ αυτό. Όμως οι θείοι δεν την ξέχασαν. Όταν κι η θεία πέθανε –εκείνη έφυγε τελευταία–, το σπίτι, αυτό το σπίτι το κληροδότησαν –μιας και δικά τους παιδιά δεν είχαν– στην ανιψιά τους… Εκείνη δεν ξαναπάτησε –δε μπορούσε– δεν είχε φύγει από το στόμα της ακόμα αυτή η γεύση μπαταρίας. Της έμεινε όμως για πάντα χαραγμένος στη μνήμη ο αριθμός του σπιτιού 24. Ελπίδος 24. Και τώρα που το 24 ετοιμαζόταν να μπει σε λίγο ορμητικά, ορμητικά θυμήθηκε και όλα αυτά, θαμπωμένα και λειασμένα από τα χρόνια που πέρασαν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ

ΓΚΑΡΑΝΤΙ

Μη σε ξεγελά η λάσπη

ή η σκόνη

ή η εξωτερική φθορά

αντέχει η αγάπη

και σκουριά

και μοναξιά

και απόσταση

και με τον χρόνο

ενδυναμώνεται

ομορφαίνει

αυξάνεται

ριζώνει κι απλώνεται

δεν οξειδώνεται

όταν είναι αληθινή

- χρυσάφι ατόφιο

24 καρατιών-

γκαραντί

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ

ΚΔ’

Μέσα από τους συμβολισμούς

μυστικιστική ήταν πάντα η σύμβαση

που συναρμόζει άνθρωπο και σύμπαν

κι ας προστάζει στην κδ’

ως δόνηση την ανταμοιβή

από προηγούμενη ζωή

ή/και από μελλούμενες

[μετ]ενσαρκώσεις

Εκείνη όρισε τον χρόνο

στην περιστροφή της Γης

- αριθμός αγγέλων, βλέπεις-

εκείνη χάραξε ραβδώσεις

στους κίονες από την Ιωνία

εκείνη πάλι ήτανε που διαλάλησε

του Ομήρου τη ραψωδία

βαρύ πολύ το μέταλλο

βαριά κι η χρυσή γραφίδα

Ας σιωπήσουμε λοιπόν

με την έξω μας φωνή

ας αφουγκραστούμε

τον μέγα μέσα κόσμο

ΕΛΕΝΗ ΛΙΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΙΑΨΕΥΣΗ

Ένας κόσμος χαράματα απλωμένος στην θλίψη

Ανακοινώσεις τρόμου ραγίζουν 6 με 10 την εξώθυρα

Χάσαμε την Άνοιξη μονολογείς

Ο εγκλεισμός σε ενοχλεί, ο χώρος δεν σου φτάνει

Βλέπεις ειδήσεις νυχθημερόν

Χάθηκε η αίσθηση της αλήθειας

Οι εκδοχές διαβρώνουν τον κοσμικό σου θόλο

Τρυπούν την αθέατη σου βεβαιότητα 24 ώρες

Απελπισία

Δεν μπορείς να πιείς έξω έναν καφέ, να δεις φίλους

Γυρίζεις την πλάτη στην πραγματικότητα

Θρηνείς το μέλλον

Ωστόσο, έξω η Άνοιξη όντως έρχεται

(24/3/2020, Από την υπό έκδοση συλλογή Απένθητα πένθη)

ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Αγαπητέ μου Άι-Βασίλη

την ώρα που σου γράφω αυτό το γράμμα

«οι ουρανοί αγάλλονται»

το είπαν στις ειδήσεις

μα από κάτω

«τουλάχιστον εκατό νεκροί στην Παλαιστίνη»

όμως το κρόουλ έφυγε και τώρα γράφει

για τη Βαρβάκειο και το βαθύ χέρι στην τσέπη,

για τους πολιτικούς που τους τα «ψάλλανε» κι εκείνοι ευχηθήκαν

παγκόσμια ειρήνη και αγάπη

και για τους φόβους, φόρους, φόνους της χρονιάς που πέρασε και που θα έρθει

τα γραμματάκια συνεχίζουν να περνάνε

-δεν ξέρουν σε τι συναινούν και τι εκφέρουν-

περνούν και με ζαλίζουν

αγαπητέ μου Άι-Βασίλη

δεν είμαι πια παιδί,

τα καταφέρνω να διαβάζω γρήγορα

μα είναι ψιλά τα γράμματα

και ποιος προσέχει τι σημαίνουν

σημασία έχει να νιώθεις πως έχεις

πρόσβαση στη γνώση

όμως αγαπητέ μου Άι-Βασίλη

ήρθε η ώρα για το δικό μου γράμμα προς εσένα

για το '24

δώρο να σου ζητήσω θέλω

μια μηχανή ανώφελη, Άι-Βασίλη,

που δεν παράγει κάτι χρήσιμο στην κοινωνία

μια μηχανή για ονειροπόληση και για παιχνίδι

μια μηχανή που να εκτοξεύει όνειρα και ελπίδα.

Όχι για μένα,

εγώ μπορώ και ονειρεύομαι ακόμη

όπως αποδεικνύει αυτό το γράμμα.

Θέλω μια μηχανή ανώφελη

να τη χαρίσεις

στους δρόμους και τα σπίτια

που φυτεύονται ρουκέτες

αντί για πάπυρους και χουρμαδιές

στους δρόμους και τα σπίτια που κάθε μέρα χτίζονται απ’ την αρχή

παρακαλώ,

μια μηχανή ανώφελη στείλε

στους δρόμους και τα σπίτια

«εν Βηθλεέμ τη πόλει».

ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΗΤΑΝ ΞΕΚΑΘΑΡΗ:

«ΓΕΡΕ ΧΡΟΝΕ…»

                                                                                                                        Παραμονές 2024

Του ζητήθηκε να κάνει αφωνία.

Πρόβες πολύωρες, δοκιμές

αγεωγράφητη ζωή ανάμεσα

σε ορατή κι αόρατη εξασθένιση

ήταν αναμενόμενο με τον καιρό να τρεμοσβήνει.

Ένα δύο τρία τέσσερα

Ένα δύο τρία τέσσερα

Του απαγορεύτηκε ρητά

παρ’ ότι μελλοθάνατος

τις μέρες να μετρά.

Η θύελλα στο μεταξύ στραφτάλιζε ερχόμενη

όπως λαμπτήρας που ταπεινώνει τη στιγμή

όσο εκείνη βαθαίνει στην προσήλωση.

-Εσείς προλάβατε τον αφανισμό;

-Εμείς απ’ την αρχή και πρώτη θέση.

-Εμάς η καθυστέρηση οφειλόταν

στο ακαθόριστο σχήμα της πέτρας

μόλις της αφαιρέθηκε η ανθοφορία

έπειτα ήταν κι εκείνος ο καταρράκτης από κάρβουνα

στη μέση του καθεδρικού της Notre-Dame

-είκοσι τεσσάρων καρατίων κομφετί να πέφτουν αργοκίνητα-

σταθήκαμε να τα απαθανατίσουμε.

Την αφωνία του διέκοπταν πού και πού

αδέξιες ασκήσεις επαναλαμβανόμενες

να μην ξεχάσει, έλεγε, πώς είναι να μιλάς.

Ασκήσεις σαν διλήμματα ταξιδιωτικού προορισμού

όπως: «Ή Κως ή Τροία;»

κι αμέσως μετά η δήλωση: «Οικόσιτες ερά».

Ποιος τις ερά και μάλιστα οικόσιτες;

Κάτω απ’ τη μύτη των απαγορεύσεων

περήφανος οργάνωνε την ύστατη αντίστασή του.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

ΜΑ ΞΑΦΝΙΚΑ

Μα ξαφνικά όλοι οι δρόμοι

Ω είναι τόσο αργά πια

Όλοι οι δρόμοι για ‘μας που μέσα στη μέρα

Αργά για καθετί πια

Σαν είκοσι τέσσερα ορφανά που κάθε βράδυ

γεννούν τους γονείς τους

Πώς να γυρίσεις πίσω

Και το πρωί χωρίς αποσκευές φεύγουν

Με τρένα που δεν αγάπησαν τους σταθμούς

Μα ξαφνικά όλοι οι δρόμοι

Όταν όλα τα φύλλα μέσα

Στο στόμα τους ξεραίνονται

Αυτή την ορφάνια ποιος άνεμος

Ποιος θα την τραγουδάει;

Μα ξαφνικά όλοι οι δρόμοι

Σαν χρόνος που πριν καν έρθει

Πάλιωσαν τα παπούτσια του

Τόσο αργά πιά

Για ναυάγια χωρίς θάλασσα

Πουλιά χωρίς ουρανό

Μουσική χωρίς επαίτες στους δρόμους

Θα επιστρέψουμε πιο νέοι

Με τις πιο μεγάλες ιδέες του κόσμου στο στήθος

Φαγωμένες

Και μια τρελή ελπίδα

Πως κάθε χρόνο θα μας θυμούνται

Για τα καπέλα μας που αντί για κόλπα

Με κουνέλια και μαντίλια

Έβγαζαν έναν βαθύ αναστεναγμό

Σαν υπόμνηση

Πως το παρελθόν αντέχει τους ανθρώπους

Μόνο όταν μέσα τους

Θάβεται για πάντα 

ΕΥΗ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΧΑΝΕΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ

ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ

Απέναντι στις εικοσ’ τέσσερις ώρες του

στήνεις τα εικοσ’ τέσσερά σου γράμματα –

ισάριθμος στρατός

άνιση η παρτίδα.

Φτιάχνεις τη λέξη «διαφυγή»,

βάζοντας τα γράμματα διπλής-τριπλής αξίας

στα κατάλληλα πλακίδια του ταμπλό.

Πιάνεις τριάντα πόντους.

Εκείνος, πατώντας στο δικό σου «υ»,

χτίζει τη λέξη «αδύνατη».

Για πόντους δεκαπέντε.

Δυναμική η εκκίνηση,

μα σύντομα γυρίζει το παιχνίδι.

Λίγο πριν ξεμείνεις από γράμματα,

αναζητάς μια καλή λέξη.

Αν όχι για τη νίκη,

τουλάχιστον για να γλιτώσεις το διασυρμό.

Η μισή άμμος κείτεται ήδη

στον πάτο της κλεψύδρας.

«Αίσθηση».

Σχεδόν ισοπαλία.

Και μ’ ένα απλό «ψευδ»

τελειώνουν όλα.

Κάποτε το παιχνίδι θ’ αλλάξει

σε στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα.

Τότε θα τον νικήσεις.

ΚΑΝΕΛΛΙΝΑ ΜΕΝΟΥΤΗ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Είκοσι τέσσερα

πιάτα λευκά

την προίκα της έστρωσε

μαργαρίτα

τις άδειες θέσεις

αντίστροφα πια

μετρά

της προσμονής

πέταλο πέταλο.

ΠΕΝΝΥ ΜΗΛΙΑ

ΟΙ ΓΕΩΡΓΟΙ

Ενώ εμείς κοιτούσαμε τις οθόνες

Εκείνοι φύτευαν κάτι τεράστια νούμερα στα μικροσκοπικά μυαλουδάκια μας

... 2022, 2023, 2024... 

Τα ζώα ήταν πιο ελεύθερα από εμάς. Και τα τραγούδια. 

Όταν κοιμόντουσαν, πατούσαμε κάτι κουμπιά και τους σκοτώναμε, σε ένα ολόδικό μας αυτοσχέδιο παιχνίδι που τους φύτρωνε και τους ξαναφύτρωνε δίχως τέλος. 

Μέσα σε ψυχανθή, κοτρόνες και επίμονα αγριόχορτα που όσο κι αν πάλευαν, δεν μπορούσαν να ξεριζώσουν, με ρίζες που χάνονταν στον πυθμένα των βράχων και έσπαγαν όλους τους δρόμους, έτρωγαν την άσφαλτο και σήκωναν τα τσιμέντα της πόλης όλο και ψηλότερα, την πόλη όλο και ψηλότερα, όλο και μακρύτερα απ' τη Γη. 

Ώσπου ήρθαν.

Ήταν τα παιδιά με τα μαύρα τραγούδια και η πόλη πέταξε για τα καλά. Άνθισε όλες τις σοδειές της και έθρεψε επιτέλους κάτι που ανασαίνει. 

Το άκουγες να ρουφάει το γάλα της αυγής και να θεριεύει το τραγούδι του. Όλα ξαναγύρισαν, όπως τα πρωινά πουλιά στο δέντρο.

Οι γεωργοί κοιμήθηκαν για πάντα και ένας ναΐσκος, ένα ρολόι από 1000 αριθμούς έμεινε μόνο να μουρμουράει το ακατάληπτο τραγούδι τους

...2022, 2023, 2024...

Ένα αχρείαστο τρομερό παιχνίδι στο μουσείο οι αριθμοί τους. Ένα παλιό βασανιστήριο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΛΙΩΤΗΣ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

(Λίγα λεπτά πριν ευχηθούμε στο ξενοδοχείο Africa στην πόλη της Τυνησίας Τύνιδα)

Τώρα που 'ρχεται το 24

μην πεις ότι έφυγε απλώς μια χρονιά

όπως ακούς στο δρόμο του νεραντζιού την πτώση.

Μην πεις ότι με τους στίχους και τη δράση σου

δε μεγάλωσε ένα πόντο η ρωγμή

στου κόσμου τα πιστεύω.

Πάντα να χαμογελάς όταν φεύγει μια χρονιά

με το χαμόγελο εκείνου που ξέρει

ότι δεν έχασε, επειδή αραιώσαν κι άλλο τα μαλλιά του,

διότι όποιος με κάτι μεγαλύτερο κι απ' τον εαυτό του

επίμονα αναμετριέται

η κάθε χρονιά δεν είναι ένα αυτοκίνητο

που χάνεται και δεν το ξαναβλέπει.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Η ΕΠΙΣΚΕΠΤΡΙΑ

Με τον αέρα της λυγερής και ωραίας γυναίκας,
νέα, γύρω στα είκοσι τέσσερα,
προχωρούσε στον διάδρομο της μεγάλης επιχείρησης.
Γνώριζε αρκετά καλά τον διευθυντή
από κύκλους και δεξιώσεις.
Με αυτοπεποίθηση και φόρα
μπήκε στο γραφείο του
-η πόρτα ήταν μισάνοικτη-

κάτι να ζητήσει.

Την έβγαλε έξω με άγριες φωνές
επειδή δεν κτύπησε την πόρτα.
Εξάλλου στους χώρους της εξουσίας
μπαίνουν με κάποιο σεβασμό,
με κάποια συστολή.

Όταν στις δεξιώσεις τής έκανε τα γλυκά μάτια
ούτε μια ελάχιστη ελπίδα δεν του έδινε.
Γι’ αυτό σαν δηλητήριο εναντίον της
οι άγριες φωνές του.

(Από την ποιητική συλλογή «Το Τραγικό Και Το Λημέρι Των Αισθήσεων», Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, 2012)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

24/1/2024

(ποίημα κατά παραγγελίαν)

2 + 4 = 6

1 = 1

2 + 0 + 2 + 4 = 8

6 + 1 + 8 = 15

5 + 1 = 6

6 / 2 = 3 (ο μαγικός αριθμός κατά Tesla: έκανε τα πάντα

Τελετουργικώς επί τρεις φορές – τρις).

Χαρούμενο, δημιουργικό το 2024.

Αμήν, αμήν, αμήν.

Γέγονε, γέγονε, γέγονε…

ΑΝΝΑ ΝΙΑΡΑΚΗ

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η γλώσσα είναι

εργαλείο επικοινωνίας,

όργανο της γεύσης,

και της ερωτοτροπίας.

Κόκκαλα τσακίζει,

εγωισμούς ραπίζει.

Μαστίγιο και φορέας βίας

Μέσο αντίστασης κατά της εξουσίας.

Οπλίζει με τις λέξεις – η γλώσσα είναι

το όχημα της σκέψης

Αποτελεί εμπόδιο

όταν δεν είναι κοινή

εκφράζει συναισθήματα

όταν είναι αληθινή.

Η γλώσσα

μαλακώνει αντιστάσεις

Ρίχνει τις άμυνες

Εκτονώνει τις εντάσεις.

Η γλώσσα ως όργανο έχει

ρίζα, σώμα, κορυφή.

Συμβάλλει σε μάσηση, κατάποση

μεταφορά τροφής.

Είναι συστατικό του γαλλικού φιλιού

Μοχλός διέγερσης πάθους ερωτικού

Η γλώσσα είναι ζωντανή όταν μιλιέται

Γράφεται κι αγαπιέται

Η γλώσσα συγχωρεί

στην ποίηση κρατάει το κλειδί

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΤΕΡΤΣΑΣ

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗ

Nα σπάσω του Χρόνου τα σκοτάδια

να με χρονομετρώ

με τ’ όνομά της.

Είκοσι τέσσερα γράμματα κρύσταλλα

να βρέχω

στα όνειρα και στα νερά χαρτιά της.

Όσα σε μένα δεν μου δόθηκαν ποτέ.

Να σπάσω τις κλειδαριές Του

με την αφή γραφή της,

είκοσι τέσσερα γράμματα

που θα με βάζουν συνέχεια στην αρχή της.

Αφετηρία να γίνει πάλι η ζωή.

Της νύχτα βελουδόσκονη, η σκουριά.

Ν’ ανθίζει στο μέσα της το μέσα μου,

ανομολόγητη χαρά.

Απαρχαιωμένος της ποίησης

πεισματικά να παραμένω

των ποιητών μου τροβαδούρος σιωπηλός.

Στα παραθύρια της κρατώντας αναμμένο

το άχρονο φως το τώρα το αύριο της.

Είκοσι τέσσερα κλειδοκύμβαλα απ’ της σιωπής

τη βαθυτάτη μουσική.

Με τα διάφανά της γέλια να βγω απ’ το κάτοπτρο Του.

Και η ανάσα της που ‘ναι γεμάτη με πιάνα γιασεμιά

να γίνει της ήττας Του αντήχηση

κι αγρύπνιας γύρη στα πρωινά μου χείλη.

Ξανά ποτέ μη κοιμηθώ, μη χάσω τίποτα δικό της.

Ο νέος, ο μόνος μου, χρόνος,

το μέτρημα και η φωνή μου,

το ανέκαθεν αλφαβητάρι μου,

το μυστικιστικό το σκουλαρίκι μου: αυτή.

Να ζωντανεύει

μες τα βαθιά της μάτια

η ακοή μου.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

Η 25η ΩΡΑ

[1] Στο περιθώριο της ζωής ανθίζουν τα ποιήματα

[2] Κι όμως το περιθώριο είναι η αληθινή ζωή

[3] Εκεί όπου ο χρόνος δεν ορίζεται

[4] Και δεν πρέπει να κάνεις το λάθος

[5] να πεις τον αριθμό 24

[6] ή έστω να τον σκεφτείς.

[7] Τα ωραία έρχονται μετά:

[8] Όταν πέφτεις στο κενό του χρόνου,

[9] Όταν ταλαντεύεσαι μαγικά ανάμεσα στο πάντα

και το ποτέ,

[10] Όταν αιωρείσαι πάνω από τη λευκή κόλλα χαρτί,

[11] Τότε αλλάζει ο μέσα σου ρυθμός

[12] Και το εσωτερικό τοπίο φωτίζεται

[13] Τότε η αμηχανία σου μοιραία γίνεται λέξη

[14] Και η λέξη γίνεται στίχος.

[15] Στίχος που δεν χωρά σε μια συμβατική μέρα,

[16] Που δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε 24 ώρες -αλλοίμονο!-

[17] Το ξέρεις πια! Σε ένα άχρονο παρόν ανθίζουν

τα ποιήματα

[18] Όταν δεν είσαι αναγκασμένος να μετράς τις ώρες

[19] Και να πρέπει να τις βγάζεις πάντα 24,

[20] Όταν τολμάς να επινοήσεις μια δική σου ώρα,

[21] Τη δική σου ώρα που θα ’ναι συνώνυμη

της αιωνιότητας,

[22] Που θ’ αποτελείται από άπειρα λεπτά

και δευτερόλεπτα,

[23] Άπειρα ερεθίσματα της ψυχής και της νόησης.

[24] Την ώρα που συνιστά τον δικό σου λόγο

για το άρρητο

[25] Την 25η Ώρα: την Ποίηση.

(«Δοκιμάζοντας το ποίημα», Βακχικόν 2017)

ΝΑΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Εάν είμαι φτιαγμένη από μικρές καταστροφές, τότε δεν πρέπει να φοβάμαι.

Κάθε καταστροφή είναι η αφορμή για μια καινούρια βλάστηση.

Ανθίζω, καρπίζω, καταστρέφομαι.

Είμαι μια γη.

Έχω τόσα χρώματα για κάθε αίσθημα και σκέψη.

Υπάρχω ταυτόχρονα μέσα μου.

Μπορώ να διανύσω τον εαυτό μου σε μια μέρα και να ‘μαι η νύχτα.

Μπορώ να φωτίσω το πιο βαθύ σκοτάδι.

Μπορώ να πέφτω μες στον χρόνο και να βουίζω απ’ αυτόν.

Μπορώ να μιλώ ακατάπαυστα με τη σιωπή.

Είμαι η εικοστή τέταρτη φωνή σας.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«ΦΑΝΑΡΑΚΙΑ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ»

Κάθε λίγο έβαζε τα γυαλιά της να δει το ρολόι

Η τηλεόραση αναβόσβηνε ένα, γιορταστικό

θα έλεγες, φως, στο παλιό σκοτεινό δωμάτιο

“New York, New York”, η φωνή του Frank Sinatra

Κάτι της θύμιζε, δεν ήταν σίγουρη πια,

«Στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, 4.500 αστυνομικοί»

Σηκώθηκε με κόπο απ’ το καναπεδάκι της

«Ο Ιησούς κοιτάει από ψηλά την πόλη του Ρίο»

Βεγγαλικά και πυροτεχνήματα σε όλον τον κόσμο

Βομβαρδισμοί στη Γάζα, στην Ουκρανία

«Πλήθος κόσμου στην παραλία Κοπακαμπάνα»

Με κάποιον έρωτα έχει να κάνει- δεν θυμόταν πια-

Ίσιασε τα μαχαιροπήρουνα για εκατοστή φορά

Όπου να ’ ναι θα έρθει- όπου να ‘ναι θα φτάσει

«Πάει ο παλιός ο χρόνος» από την Πλατεία Συντάγματος

Το κορίτσι από την τηλεφωνική γραμμή είπε δεν θα αργήσει

«Πλημμύρισε ο ουρανός πάνω από την πλατεία Αριστοτέλους

Με φαναράκια – Μια βραδιά μαγική, Νύχτα ευχών»

Κάθισε στο τραπέζι τραβώντας κοντά της την άδεια καρέκλα

να κάτσει η κοπελίτσα από τη «Βοήθεια στο σπίτι»

Όπου να ‘ναι θα έρθει- όπου να ‘ναι θα φτάσει

Τους είπε ότι έχει ταχυκαρδία, δεν μπορεί να αναπνεύσει,

Να ‘χει να πει σε κάποιον Καλή Χρονιά

Ποια χρονιά, δεν ήταν σίγουρη, δε θυμόταν πια,

Μάλλον τελείωνε σε 24.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΜΟΤΑΣ

Είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα χρειάζονται

από την ώρα που θα ακούσεις το ξυπνητήρι

μέχρι να σηκωθείς.

Είκοσι τέσσερα λεπτά χρειάζεσαι

να ετοιμαστείς, αλλιώς…

θα χάσεις το λεωφορείο.

Είκοσι τέσσερις ώρες έχει η μέρα

μα εσύ θα ήθελες λίγο παραπάνω

καθώς κοιμάσαι νύχτα

και είναι νύχτα όταν ξυπνάς.

Δεν προλαβαίνεις ούτε για λίγο

να δεις το φως.

Τριάντα μέρες ή τριανταμία

ζεις την μέρα της μαρμότας

ανάλογα με τον μήνα.

Είκοσι τέσσερα χρόνια

μέχρι τη σύνταξη είναι πολλά.

Μα εσύ θέλεις μία μέρα

ή μια ώρα

ή έστω λίγα λεπτά.

Αλήθεια, πόσο είναι διαφορετική

και πόσο μπορεί να κρατήσει

μια βόλτα στο φως;

Μια μέρα λιποθυμάς.

Κρεβάτι νοσοκομείου,

άσπρες μπλούζες,

μυρωδιά αποστείρωσης,

ώρες αγωνίας,

χαμόγελο παγωμένο.

Επιτέλους!

Ταξιδεύεις στο φως.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ             

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ Ή VIDEO GAME ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Είναι πια καιρός

(μιλά φωνή του παιχνιδιού)

Είναι πια καιρός να δεις ότι ο χώρος

δηλαδή

o

χρόνος

παράγεται.

(το νησί τότε σείστηκε. Πλησίασε μανιασμένος ένας ωκεανός)

Η φωνή συνέχισε:

Ό,τι προφέρω

Ό,τι ακούσεις, θα συμβεί

Η φωνή συνέχισε:

το 24 είναι

ο φυσικός αριθμός που βρίσκεται μετά από το 23 και πριν από το 25

Είναι ένας άρτιος αριθμός

δηλαδή διαιρείται με το 2, αλλά

κανείς δε διαλέγει την ώρα κι ας έχει

1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1+1

επιλογές

Δες το ρολόι, δες τη σύμβαση

Δες

 τη φθορά

Το σώμα δες κι όπως καλύτερα μπορείς

                         Ζήσε.

ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΑΚΙΑ

24 ΟΛΑ

Της πρόσφερε καλλιγραφημένα

Ένα ένα

Τα 24 γράμματα του αλφαβήτου

Να επιλέξει

Και στεφάνι να πλέξει

Με λέξεις

Να το καταθέσει

Στο μνημείο

Του αγνώστου πιλότου

Του απόλυτου έρωτά τους.

Του χάρισε απ’ τη ζωή της

24 ώρες, σαν αιώνες

Στολισμένες

Με τα λαμπιόνια

Υπέρλαμπρης επιθυμίας

Φωταγωγημένες

Από την έκρηξη

Πυροδοτημένων αισθήσεων

Ραντισμένες

Με το νέκταρ

Των ψευδαισθήσεων.

Στη χώρα της ουτοπίας, κάτι

Σαν αιωνιότητα τους έκλεισε το μάτι.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ Π. (Τρία Έπσιλον)

[ΕΚΤΑΦΗ]

δώδεκα ρώγες στον χτύπο του ρολογιού

είκοσι τέσσερα σάρκινα βλήματα γλιστρούν στον οισοφάγο μας

απόψε ήρθαμε εδώ για να βρούμε πώς θα συνεχίσουμε στον τόπο δίχως νόημα

διαφωνούμε κάτω απ' τις ρίζες του δέντρου

λέω να τ’ αφήσουμε εδώ

λες να το φυτέψουμε βαθιά μες στη θάλασσα

όσοι τριγύρω μας γελούν

πνίγονται πριν αλλάξει ο χρόνος

τώρα στον κόσμο

εγώ

εσύ

κι αυτό το δέντρο

που λίγο λίγο από μέσα μου εκριζώνεις

ΣΟΦΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ-ΒΕΡΒΕΡΗ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑ 24

Ο πληθυσμός σκέψεων ενός στοχασμού

που προέκυψε από συγχώνευση 24 εντυπώσεων,

αυξάνεται σε σκέψεις ανά έτος

όπου 24 είναι ο αριθμός των εντυπώσεων

μετά τη συγχώνευση.

Να βρεθεί ο πληθυσμός των σκέψεων

μετά τη συγχώνευση των 24 εντυπώσεων

δίχως τη χρήση τύπων ή ολοκληρωμάτων.

Κι αν εμείς είμαστε οι επιλογές μας,

ο χρόνος τι είναι;

ΤΖΙΝΑ ΡΟΥΜΠΕΑ

ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ

Βγήκε πάλι σήμερα

χωρίς να είναι σίγουρος

θόρυβοι μηχανών και ποδοβολητά

γραμμώνουν το καινούριο

όμως τα δέντρα ακόμα αναιδή

τις ρίζες σπάνιας καταγωγής

ορθώνοντας

να πώς συγκρούονται οι περαστικοί

/δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να προβλεφθεί/

ούτε η τουλίπα – φως στον διάδρομο

είκοσι τέσσερα χτυπήματα στον κύκλο

κι ένα όνειρο

αρκούν

αλλάζω.

ΜΑΡΙΚΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ

2024 Μ.Χ

«Είσαι σίγουρη για το Μ.Χ»

«Ποτέ δεν ήμουν και τι με αυτό , δύο αρχικά είναι

Άλλοι θα το εκλάβουν χρονικά άλλοι όπως θέλουν

Αυτό δεν είναι η ποίηση;»

Οι αριθμοί μου αρέσουν , δεν τους φοβάμαι

Οι λέξεις όμως είναι άλλο πράμα

Σε ξεσκίζουν

Αγαπώ επίσης τους μονούς αριθμούς και τους μόνους

Κι ας γεννήθηκα ζυγή

Αγαπώ τις επαληθεύσεις κι ας αργούν να έρθουν

Αγαπώ τις επαγωγικές σκέψεις

Θα μπορούσα άνετα να ανακαλύπτω κώδικες κι εγκλήματα όπως ανακαλύπτω την ποίηση

Ένα δεν αγαπώ την ακινησία όχι του τοπίου αλλά του χρόνου

Καλά με λέει ο πατέρας μου

«Ανάποδος χρόνος είσαι 45 φεγγάρια!»

Χρόνια γερά 2024 Μ.Χ

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΑΟΥΡΗ-ΧΙΛΜΕΡ

ΣΑΡΑΝΤΑ ΟΚΤΩ ΔΙΑ ΔΥΟ

Είκοσι τέσσερα χρόνια δεν είναι λίγα

δεν είναι πολλά.

Μέρες με βροχή μέρες με καύσωνα

τραγούδια στο ράδιο χιόνι στις στέγες.

Οι λέξεις ταξίδευαν ανάμεσα στις χώρες

τα τσιγάρα σημεία στίξεως.

Είκοσι τέσσερα χρόνια πόσες συγγνώμες θέλουν

ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ

ΤΟ AΡΩΜΑ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠAΤΡΑΣ Σ.

Τους λογαριασμούς μου

με τη μοναξιά

τους ξόφλησα.

Η ζωή συνεχίζει

αλλά δεν συνεχίζεται.

Είκοσι τέσσερις ώρες

το εικοσιτετράωρο

ερωτευμένος.

Πιάστηκε η ψυχή μου

στο στήθος σου.

Η ψυχή

ενός ξένου

ενός άγνωστου

που κάποτε

μύρισε τ’ άρωμά σου.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 1978
Δεν έχουν τελειωμό αυτοί που χάθηκαν
Η μανταρίστρα κι ο λατερνατζής
Ο γανωτής και ο τελάλης
Ο νερουλάς κι ο φαροφύλακας
Ο αμαξάς κι ο αγωγιάτης
Η καπελού κι ο βαρελάς
Μπορεί και να’ ναι μια ντουζίνα οι άφαντοι
Μπορεί και να’ ναι είκοσι τέσσερις
Όμως, από τότε που με άφησες
Εμένα και τους χρόνους πίσω σου
Χάθηκε κι ένα επάγγελμα ακόμη:
O ακοίμητος διαλογέας των ονείρων μου
Εσύ που αγρυπνούσες για να μη δω τη φρίκη
ούτε στο όνειρό μου- και τη φυσούσες πέρα.

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Ο ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ

Σκληρός από χαρτόνι,

γύρω γύρω κόκκινος

-ένα ωραίο κόκκινο, εορταστικό-

και μάλλον χειροποίητος.

Απεικονίζει ένα σφριγηλό

λεμόνι μαζί με το κλωνί του,

δυο τρία φύλλα

και κάτω ακριβώς

ένα χρυσό αριθμό

-ανάμεσα σε αστέρια-

2024.

Ο μόνος στολισμός

-κι αυτός τυχαίος-

μέσα στο σπίτι,

για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Τι να το κάνεις; Δεν είναι οκέι.

Το μόνο που θα ήθελε

από το όλο concept:

να χώριζε τον τετραψήφιο αριθμό

και να κρατούσε μόνο

το 24.

Να ήταν 24 ξανά.

Να ψάρευε στόμα και χείλη και φεγγάρι.

Να είναι.

ΣΥΛΙΑ ΧΑΔΟΥΛΗ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Συνάντησα τα μάτια του Έρωτα

Γεμάτα βαθιές θάλασσες και γαλάζιο ουρανό

Βήματα στα σκαλιά του χρόνου

Στα ίχνη του άνθισαν άγριες βιολέτες στα λιθόστρωτα μονοπάτια της Άνοιξης

Στις παλάμες του κρατούσε ένα μπουκέτο γιασεμιά

Πέρασε απαλά τα δάχτυλά του στα μαλλιά μου

Κέντησε με την ανάσα του τα λουλούδια του έρωτα πάνω τους

Πόσο σου έμοιαζε η μορφή του

Είχε το σώμα σου εκείνο που με έκρυβε βαθιά μέσα στο βλέμμα μέσα του

Λύτρωσης αναπνοές οι ήλιοι που αχνοφεγγίζουν στα μάτια του

Πάλλεται η άγραφη ζωή μου αγγίζοντας χρώματα ονείρου

ματώνουν τα χείλη

Διψούν την τρυφερότητα της στοργής σου

Σπόροι αθώων λέξεων χαράζουν κόκκινες γραμμές στο σώμα του χρόνου

Ποια μοίρα όρισε να απαλύνει την σπορά κίβδηλων αναμνήσεων από το σώμα;

Ποιος αρχαίος Θεός άγγιξε με τα ακροδάχτυλα του

τις γήινες ώρες των ανθρωπίνων τραυμάτων

Τυλίγομαι με το σεντόνι νοτισμένο από άνθη γιασεμιών

Ανασαίνουν τα ερωτευμένα μάτια πορφυρούς τόπους προσμονής δυο χιλιάδων είκοσι τεσσάρων χρόνων ανέγγιχτων στιγμών αιωνιότητας.

ΤΣΑΜΠΙΚΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ

ΛΥΣΗ

Χαμόγελα μετέωρα

σαν πλοία ξέμπαρκα

πουλιά παρασυρμένα

κατάλοιπα μιας άγονης χρονιάς,

αναζητούνε νέα πρόσωπα:

να κρεμαστούν αδιάφορα

σε είκοσι τέσσερις αόρατες κλωστές

ή με λαμπρότητα να τις στολίσουν;

Οι προβολείς και ο λόγος στη νέα χρονιά∙

ίσως εκεί να βρίσκεται η λύση.

Ίσως πάλι όχι

αφού η λύση είμαστε ’μείς.

ΜΥΡΤΩ ΧΜΙΕΛΕΦΣΚΙ 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ / 24+7

Μες στη σιωπή της παράνομης ώρας επιτρέπεται να μην νοιαστεί για τίποτα. Λερώματα στην πόρτα του ψυγείου και ήχος από το πλυντήριο πιάτων, μια ζεστή και άδεια ώρα. Θα μπορούσε να κάθεται έτσι νυσταγμένη στην καρέκλα για πολύ, αλλά μια μικρή σκέψη κατφτάνει. Κάτι έπρεπε να έχει ειπωθεί διαφορετικά τη μέρα που πέρασε. Κάνει ένα ενδιάμεσο τσιγάρο και πέφτει με τους υπόλοιπους στο κρεβάτι.

ΒΑΣΩ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

το πρόσωπό σου καθρέφτης

στην κοιλιά μου

τα χείλη σου μαγαζί του ενός ευρώ

ανοιχτό 24 ώρες

μες στην απελπισία ο πρωτότοκος φόβος μου καταρρέει

-άφαντος εσύ

να σε φιλέψω ζυμωτή θαλπωρή

εκούσιο μαρτύριο

η αιμορραγία φέρνει αηδία

κι η αγωνία κάτουρο

έμαθα το ρήμα οχεύω

για να μη λέω γαμάω

και φαίνομαι χυδαία πιο πολύ απ’ ό,τι πραγματικά είμαι

οργισμένη

θλίβουσα

σέρνω τα πόδια μου στην Καλλιφρονά

στο μαγαζί με τα ζυμαράκια

να φάω

να φάω

να πάω χορτάτη

μου φτάνει η δική σου πείνα

βάρβαρη η μοναξιά όταν δύο

κατάντια να περιμένεις απ’ τον άλλον να σε σώσει

αναφυλαξία

τρώει το δέρμα

και τα υπόστεγα όλα πιασμένα από ζευγάρια πυροτεχνήματα

προσκυνώ ξεβράκωτη στον φωταγωγό

κρέμασες κουρτίνες παντού

να μη βλέπουν

που σου χορεύω σαν πουτάνα

βουλιάζει η φωνή μου

συλλαβές άυπνες

ο έρωτας με ρίχνει απ’ την καρέκλα στην άβυσσο

ομορφαίνω

βρίσκω τον τόπο μου

κοίταξέ με

άλλη μια φορά

λίγωσέ με

φαρμάκωσέ με

γάμησέ με

αγκάθια στη χούφτα μου

σ’ ερωτεύομαι απ’ την αρχή

εξόριστη στο χάος

πρέπει να σε θυμάμαι

για να σε ξεχάσω

η ματιά σου ξέχειλη συμπόνοια

εγώ θέλω κραυγή

μιλάμε άλλη γλώσσα

τα σώματά μας σπίρτα καμένα

νύχια μπηγμένα σε τάφο

συντριπτική διάψευση το πάντα

οι λέξεις που ξεστομίζεις

ραγίζουν τα κόκαλά μου

σύριγγα γεμάτη απ’ το μελάνι

-γράφεις ποιήματα

μου μεταγγίζεις τον σφυγμό σου

αρνούμαι ν’ αναστηθώ με το στανιό

βρήκα κόλαση δική μου

ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ

ΑΝΤΙΜΕΤΑΘΕΣΗ

Τη νύχτα εκείνη

που καιγόταν το φως

πάνω κάτω στον αδιάβαστο δρόμο

είδα όλα τα χρόνια μου

να αλλάζουν μορφή

Απ’ το χέρι κράτησα

τις κόκκινες λύπες μου

και μέσα τους φύσηξα

να ξεχάσουν να ζούνε

Θάλασσες έφτιαξα

για να μάθεις να βλέπεις

και τα χέρια μου άπλωσα

φτερά να πετάς

Για σένα μόνο τον κόσμο γύρισα

και λίγο πριν ξημερώσει

Τα μάτια μου άλλαξα

για να έχεις φωνή

ακροστιχίδες φτιάχνοντας

σε στιγμές 24

 

Διαβάστε επίσης

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

«Η ματαιοδοξία είναι η αγαπημένη μου αμαρτία» Al Pacino

Γιορτάζει τα 84 του χρόνια κι εμείς απολαμβάνουμε μαζί του μια κινηματογραφική ζωή

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

«Αγάπα περισσότερο, ώσπου να μην πονάει άλλο» William Shakespear

Μαθήματα αγάπης και έρωτα από τον William Shakespear

Προτεινόμενα

ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ

Ζώδια για 29/4 έως 4/5

Πριν πάρετε οριστικές αποφάσεις σε οτιδήποτε, χρειάζεται να βάζετε μπροστά τη λογική

ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

Cupcakes-λαγουδάκια για να γιορτάσετε το Πάσχα

Δημιουργήστε τα δικά σας γλυκά έθιμα αυτό το Πάσχα