
Η... ΑΛΛΗ ΕΓΩ
Όλα ορατά
Μέσα από τη φωνή σχηματίζουμε έναν άντρα γύρω στα 50, ευτραφή, με μαλλιά που αραιώνουν. Όμως ο Γιάννης είναι μόλις 35 και όταν, πολλή ώρα μετά, θα αναδυθούμε αμήχανα στο φως που τσούζει, θα είναι ψηλός και όμορφος πολύ, με ένα στρασάκι στο αυτί του.
Μπαίνω στο σκοτάδι τους. Φτιάχνω αδέξια ημικύκλια με το μπαστούνι μου και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μάταια. Δε βλέπω τίποτα.
Γέρνω σε τοίχους για να στηριχτώ, ακούω το νερό του Εθνικού Κήπου να κελαρύζει, ψηλαφίζω με βρεγμένα δάχτυλα το αγαλματένιο κορμί της θεάς Αθηνάς. Μυρίζω το αόρατο μετρό, τρομάζω από τον βρυχηθμό του που πλησιάζει. Πριν ταξιδέψω, ανακαλύπτω με τα χέρια τη σχισμή του μηχανήματος και ακυρώνω περήφανα το εισιτήριό μου. «Σύνταγμα, Σύνταγμα!», τσιρίζουν νικηφόρα οι παιδικές φωνές γύρω μου και όλοι μαζί κλυδωνιζόμαστε στις πλαστικές μας θέσεις. Στάση Μοναστηράκι. Σκοντάφτουμε στους πάγκους με τις καρύδες. Παίζουμε με σβαν και χνουδωτά κασκόλ και χάντρες που κουδουνίζουν.
Είμαστε στο Badminton και συμμετέχουμε στο δρώμενο «Διάλογος στο Σκοτάδι». Μία ώρα και ένα τέταρτο στον κόσμο των τυφλών. Σε όλη τη διαδρομή ο ξεναγός φωνάζει τ΄ όνομά μας κι εμείς ακολουθούμε τη φωνή που μας ενώνει και μας κρατάει όρθιες σ΄έναν κόσμο άγνωστο και μαύρο. Μέσα από τη φωνή σχηματίζουμε έναν άντρα γύρω στα 50, ευτραφή, με μαλλιά που αραιώνουν. Όμως ο Γιάννης είναι μόλις 35 και όταν, πολλή ώρα μετά, θα αναδυθούμε αμήχανα στο φως που τσούζει, θα είναι ψηλός και όμορφος πολύ, με ένα στρασάκι στο αυτί του.
Δεν ξέρουμε να μαντεύουμε στα σκοτεινά.
Πριν βγούμε, πάντως, από εκεί, καθόμαστε στο μπαρ σαν χαρωπά φαντάσματα, αγγίζοντας το χέρι μιας μπαργούμαν που δεν θα αντικρίσουμε ποτέ, πίνοντας κρασί και λεμονάδες, μασώντας πατατάκια, κυκλωμένες πάντα από αδιαπέραστη νύχτα. Εκεί μαθαίνουμε ότι ο οδηγός μας τυφλώθηκε στα 25. Πες μου, ρωτάω, είναι καλύτερα που πρόλαβες το φως, που γνωρίζεις τι σημαίνει «κόκκινο»; Δεν ξέρω, λέει ο Γιάννης. Δεν ξέρω.
Ξέρει, όμως, ότι οι άνθρωποι είναι βασικά καλοί. Καλοί και αχάριστοι, του απαντάω μέσα μου. Όχι ότι οι τυφλοί είναι οπωσδήποτε καλοί επειδή είναι τυφλοί, προσθέτει τινάζοντας τη σκόνη από τις ενοχικές μας αντιλήψεις. Ούτε ήρωες.
Έξοδος. Εμείς γυρίζουμε στο εδώ μας, ο Γιάννης επιστρέφει στο εκεί του. Σκέφτομαι πόσα νυχτερινά σύμπαντα, πόσες ξένες πραγματικότητες λικνίζονται γύρω μας. Χωρίς να τις βλέπουμε. Χωρίς να μπορούμε να τις φανταστούμε.
Τι θα έκανα εκεί, αν έπρεπε να μείνω; Πόσο ανήμπορη θα ήμουν, πόσο γενναία; Θα προτιμούσα να γνωρίζω τι σημαίνει «κόκκινο» ή θα ‘ταν καλύτερα να μην το είχα δει ποτέ;
Θα αγαπούσα, άραγε, τους υγιείς; Εκείνοι θα μ΄αγαπούσαν περισσότερο από τώρα; Εγώ θα μ΄αγαπούσα;
Δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω. Το σκοτάδι και το φως ήταν πάντα σχετικά, για μένα, για εκείνους. Μένω στο σύμπαν μου, όμως, και χαίρομαι.
Γιατί είμαι τυχερή.
Γιατί τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν είναι δεδομένο.
Photo credit: Heather Evans Smith
{videobox}dIwwjy4slI8{/videobox}