
Η... ΑΛΛΗ ΕΓΩ
Βινύλιος χρόνος
Κύλησε μαζί με τη ζωή χωρίς ανεξέλεγκτη ορμή, χωρίς οργή, χωρίς κραυγαλέο παράπονο και χωρίς να εκτοξεύει τη μιζέρια του στον αέρα, περικυκλωμένος από τα αρχαία του βινύλια, που δεν εννοεί να πουλήσει.
Τον ξέρω από μικρή. Ένα μικρό, τετράγωνο μαγαζάκι στη γειτονιά της Ακρόπολης, συνοικιακό δισκάδικο παλαιάς κοπής. Τα βινύλιά του τα είχε πάντα προστατευμένα σε πλαστικές, διάφανες θήκες και γυάλιζαν. Από εκείνον αγόρασα το The Wall, το Outlandos d’ Amour και το Reggata de Blanc, τα πρώτα LP που πλήρωσα από την τσέπη μου. Με θυμάμαι να μεταφέρω το Love for Sale των Boney M από το μαγαζάκι στο σπίτι μου κατακόκκινη από ντροπή-ο μακαρίτης ο Μπόμπι Φάρελ είχε τις ημίγυμνες κυρίες του αλυσοδεμένες σαν αγρίμια στα πόδια του, πώς να κρύψω το εξώφυλλο μη με κακοχαρακτηρίσουν;
Μετά, το βινύλιο υποχώρησε. Οι διάφανες θήκες θόλωσαν, ξέφτισαν στις άκρες. Τότε, εκείνος άρχισε να γράφει κασέτες επί πληρωμή. Δεν επιτρεπόταν, αλλά κάπως έτσι έμεναν οι δίσκοι του ζωντανοί και, υποθέτω, και ο ίδιος. Πάντα μουσική στο μαγαζί κι αυτός φορούσε κάτι τεράστια ακουστικά και ηχογραφούσε, με το τσιγάρο στα χείλη, πολύτιμες συλλογές κατά παραγγελία, των 60 και των 90 λεπτών. Ήρθαν τα CD κατατροπώνοντας τις Denon και τις TDK. Κάποιες δεκάδες βρήκαν τη θέση τους δίπλα στα βινύλιά του, αλλά σκονίζονταν περιφρονημένα στα ράφια. Ήταν και η εποχή των γιγάντιων δισκάδικων, τι να σου κάνει η καπνισμένη τρυπούλα της Ακρόπολης; Σιγά σιγά, διάφορα ετερόκλητα, αστεία πραγματάκια άρχισαν να στριμώχνονται στη βιτρίνα του: αναπτήρες-παιχνίδια, φακοί-ζωάκια, μίνι ηλεκτρικές σκουπίτσες, φωτιστικά που άλλαζαν χρώματα, ό,τι λαμπερό και εφήμερο μπορείς να φανταστείς. Ο δισκοπώλης μεταμορφώθηκε σε πωλητή στολιδιών χωρίς καν να συνοφρυωθεί. Κι αργότερα, όταν τα made in china μπιχλιμπίδια δεν κάλυπταν πια τα προς το ζην, άρχισε να μαζεύει τους λογαριασμούς της περιοχής και να τους πληρώνει, με μια μηδαμινή αμοιβή. ΔΕΗ, ΟΤΕ και COSMOTE με σάουντρακ τους Zeppelin.
Κι έπειτα, όλα προχώρησαν ξανά. Οι ηλεκτρονικές πληρωμές ακύρωσαν τον ρόλο του και οι στίβες των λογαριασμών έμειναν στάσιμες στα ράφια του. Τότε, άρχισε να φτιάχνει κήπους. To κάνει καλά και με αγάπη. Από τη στιγμή που τις πρωτοκλάδεψε, οι τριανταφυλλιές στη βεράντα μου θέριεψαν.
Τον ξέρω από μικρή και είναι ίδιος, ελαφρά πιο γκρίζος, ίσως μια ιδέα πιο γερτός. Ήταν πάντα ένας άνθρωπος αδύνατος, χαμηλότονος και χωρίς χρώματα, από εκείνους που πιστεύεις πως δεν υπήρξαν ποτέ παιδιά ή παθιασμένα ερωτευμένοι. Από εκείνους που δεν σκέφτεσαι ποτέ εκτός από τα 10 λεπτά που τους χρειάζεσαι και, αν τους δεις μακριά από το χώρο τους, μπορεί και να μην τους αναγνωρίσεις. Ποτέ δεν τον είδα θυμωμένο-ίσως λίγο μελαγχολικό καμιά φορά, αλλά και πάλι, «δεν πειράζει», έλεγε. Κύλησε μαζί με τη ζωή χωρίς ανεξέλεγκτη ορμή, χωρίς οργή, χωρίς κραυγαλέο παράπονο και χωρίς να εκτοξεύει τη μιζέρια του στον αέρα, περικυκλωμένος από τα αρχαία του βινύλια, που δεν εννοεί να πουλήσει.
Έχει ένα όνομα ηρωικό και αταίριαστο.
Τον λένε Αχιλλέα και δεν είναι ήρωας.
Αλλά, είναι survivor.
{videobox}mHeK0Cwr9sg{/videobox}