
Η... ΑΛΛΗ ΕΓΩ
Ο απέναντι
Δε θέλω να με αγγίξεις, του λέω βουβά. Μην εισβάλλεις στον αμόλυντο κόσμο μου, μην εισβάλλεις.Το δέρμα μου μοσχοβολάει σοκολάτα και τα νύχια μου είναι λευκά, μην εισβάλλεις.
Όταν μπαίνει στο μετρό έχουμε ήδη ζήσει τα δράματα της βραδιάς. Ανεμοδαρμένοι νεαροί που έκλαψαν γοερά, μητέρες που κραύγασαν για τα πεινασμένα τους μωρά, κάθε στάση και μία διαφορετική, σπαρακτική ιστορία. Συμβαίνει κάθε μέρα, κάθε νύχτα, σε κάθε διαδρομή. Δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε πια, έχουμε ακούσει υπερβολικά πολλούς λυγμούς, η καχυποψία μας έχει διαβρώσει ανεπανόρθωτα. Σ΄εκείνους που ζητούν κρατάμε άμυνα, με αμήχανα βλέμματα που σαρώνουν το πάτωμα, με δάχτυλα που παίζουν ρομποτικά με τα android, με τ’ αυτιά καλά οχυρωμένα πίσω από ακουστικά.
Κάθεται ήσυχα απέναντί μου. Στο απέναντι κάθισμα-πόσο παράταιρο. Μου φαίνεται ηλικιωμένος και θολός. Εισπνέω το φτηνό του αλκοόλ. Βλέπω τα άλουστα μαλλιά, τα μαύρα νύχια και τις άπειρες τρύπες στο λερωμένο παντελόνι, βλέπω και δυο ταλαιπωρημένες σακούλες ακουμπισμένες στα πόδια του σαν αποκαμωμένα κατοικίδια. Δε θέλω να με αγγίξεις, του λέω βουβά. Μην εισβάλλεις στον αμόλυντο κόσμο μου, μην εισβάλλεις. Το δέρμα μου μοσχοβολάει σοκολάτα και τα νύχια μου είναι λευκά, μην εισβάλλεις. Δεν έχω χώρο, δεν έχω πίστη, δεν έχω ανοχή. Είμαι άκαρδη πια και σκληρή, δεν έχει μείνει τίποτα μέσα μου για σένα.
Εύχομαι να τελειώσει η διαδρομή, να τινάξω από πάνω μου την εικόνα του. Μετά, μπαίνει εκείνη. Μοιάζει γύρω στα 40, κοντά μαλιά και μπερδεμένα, γκρί. Την έχω ξαναδεί, πουλάει στυλό-ή μήπως αναπτήρες; Έχει παιδιά να θρέψει ή μόνο τον εαυτό της;
Δεν θυμάμαι. Απαγγέλει με αδύναμη φωνή αυτό που απαγγέλει κάθε φορά, σε κάθε τραίνο, σε κάθε βαγόνι. Πλάτες γυρισμένες. Θα παραστήσουμε ότι είναι ανύπαρκτη-θέατρο εκείνη, θέατρο κι εμείς. Μια στάση απομένει και μετά μπορούμε να τη σβήσουμε γι’ απόψε.
Μόνο ο απέναντί μου τη βλέπει. Βγάζει κάτι ψιλά από την τσέπη του, ξεχωρίζει ένα πενηντάλεπτο, της αγγίζει το μπράτσο καθώς περνάει και της το δίνει. Μούδιασμα. Κανείς δεν τον κοιτάζει, όμως όλοι τον έχουμε δει. Ξαφνικά, χέρια μπαίνουν σε τσάντες και σε τσέπες, ακολουθούν το παράδειγμά του. Μου χαμογελάει στωικά και βλέπω ότι το δέρμα του δεν είναι σπασμένο. Δεν είναι ηλικιωμένος, τελικά. «Την ξέρω», μου λέει, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Την ίδια δουλειά κάνω κι εγώ», και μου δείχνει τις σακούλες, παραγεμισμένες με στυλό. Ψαχουλεύω βιαστικά, βρίσκω κι εγώ ένα πενηντάλεπτο. Ο απέναντί μου επιχειρεί να της τραβήξει την προσοχή, αλλά η γκρίζα κυρία έχει προχωρήσει κουρασμένα στον διάδρομο.
Είμαι έτοιμη να κατέβω. Δεν ξέρω τι να κάνω με το ενοχικό μου κέρμα. Του το δίνω, αγγίζοντας ελαφρά το χέρι του. Χαμογελάει ξανά, πλατιά, πολύ γλυκά.
Τον κοιτάζω, με κοιτάζει. Τα μάτια του είναι μεγάλα, γαλανά και πεντακάθαρα.
Photo credit: Caras Ionut
{videobox}fEGI9NbH-mk{/videobox}